«Οι πνεύμονες προσβάλλονται απευθείας από τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2, αλλά και από την υπέρμετρη ανοσολογική απάντηση που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή των φυσιολογικών δομών του. Στις σοβαρότερες μορφές συμβαίνει αυτό που ιατρικά ονομάζεται Σύνδρομο Αναπνευστικής Δυσχέρειας των ενηλίκων (ARDS). Με τον συγκεκριμένο ιό αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά και αποτελεί στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων την αιτία θανάτου, με δεύτερη αιτία την προσβολή της καρδιάς».
Τα παραπάνω εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χαράλαμπος Μόσχος, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Επιμελητής Α’ στο Νοσοκομείο «Η Σωτηρία».
Στο ARDS «οι πνεύμονες αντί για αέρα γεμίζουν με “υγρό”, περίπου σαν ο ασθενής να έχει πνιγεί στο νερό, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητα υψηλότατα μείγματα οξυγόνου και συνήθως διασωλήνωση και μηχανική υποστήριξη της αναπνοής».
Προσθέτει ότι «εφόσον ο ασθενής εισαχθεί σε ΜΕΘ και επιζήσει (η θνητότητα του ARDS ανεξαρτήτως αιτιολογίας και χωρίς άλλες επιπλοκές, είναι περίπου 40-50%) υπάρχει η πιθανότητα να έχει ακτινολογικές ή/και λειτουργικές διαταραχές από τη διαδικασία επούλωσης. Αυτές οι διαταραχές είναι γνωστό ότι συμβαίνουν σε ασθενείς που έχουν επιβιώσει από ARDS, ανεξαρτήτως αιτιολογίας».
Όπως αναφέρει ο κ. Μόσχος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπάρχουν αναφορές από Κίνα (λόγω εμπειρίας και χρόνου που έχει μεσολαβήσει) ότι αυτό συμβαίνει και σε ένα ποσοστό επιζώντων από τον SARS-CοV-2. Τα περιστατικά είναι λίγα, δεν είναι σίγουρο πόσο κλινικά σημαντική είναι η λειτουργική επιβάρυνση ούτε αν βελτιώνεται -και πόσο- μακροχρονίως. Δεν φαίνεται πάντως να είναι κάτι πρωτόγνωρο. Είναι πολύ νωρίς για να απαντηθούν όλα τα ερωτήματα και σίγουρα στην παρούσα φάση προέχει η ορθή αντιμετώπιση και η επιβίωση όσο το δυνατόν περισσότερων ασθενών με πνευμονία ή ARDS.
Ανησυχητικό σύμπτωμα η δύσπνοια
Όπως υποστηρίζει ο κ. Μόσχος η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών θα έχει από ελάχιστα συμπτώματα κοινού κρυολογήματος έως τυπικά συμπτώματα γρίπης (80-85%). «Ένα ποσοστό περίπου 15% θα έχουν σοβαρότερη κλινική εικόνα, η οποία μπορεί να καταλήξει σε ARDS και διασωλήνωση (περίπου 5%)». Εξηγεί ότι προκειμένου να ξεχωρίσουν σε προνοσοκομειακό επίπεδο τα περιστατικά που μπορεί να χρειάζονται εξέταση-νοσηλεία -αφού πχ ο βήχας και ο πυρετός είναι κοινά συμπτώματα για όλους- η δύσπνοια χρησιμοποιείται ως ανησυχητικό σύμπτωμα ενδεικτικό πιθανώς ιογενούς πνευμονίας. «Προφανώς το σύμπτωμα της δύσπνοιας είναι απολύτως υποκειμενικό και μπορεί να είναι αποτέλεσμα άγχους (ειδικά για μία νόσο που έχει θορυβήσει πολύ τον κόσμο). Αντίθετα, για κάποιους άλλους η εμφάνιση της δύσπνοιας μπορεί να σημαίνει ήδη προχωρημένη νόσο. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό να προφυλαχθούν τα νοσοκομεία από τα “ελαφρά” περιστατικά που θα είναι πάρα πολλά, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στα πραγματικά σοβαρά περιστατικά», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μόσχος. Ούτως ή άλλως, συμπληρώνει, θεραπεία δεν υπάρχει, και καμία παρέμβαση δεν μπορεί να αποτρέψει ή προλάβει την ανάπτυξη ιογενούς πνευμονίας ή ARDS. «Η αντιμετώπιση ουσιαστικά σε όλα τα περιστατικά είναι υποστηρικτική και ουσιαστικά εξασφαλίζουμε χρόνο στον ασθενή για να μπορέσει να αυτό-θεραπευθεί».
Αρκετά μεταδοτικό νόσημα για το οποίο κανείς δεν έχει ανοσία
«Η συνολική θνητότητα της COVID-19 είναι πρακτικά άγνωστη εφόσον δεν γνωρίζουμε πόσοι πραγματικά έχουν μολυνθεί από τον ιό, παρά μόνο αυτούς που έκαναν την εξέταση. Αυτό που είναι όμως προφανές είναι ότι ενώ στις μικρές ηλικίες η θνητότητα δεν φαίνεται να διαφέρει από την εποχική γρίπη, είναι εντυπωσιακά υψηλή στις ηλικίες μεγαλύτερες των 70 ετών και κυρίως επί συνύπαρξης άλλων -κοινών- νοσημάτων όπως καρδιαγγειακά νοσήματα και σακχαρώδη διαβήτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα δούμε νέους ανθρώπους, κατά τα άλλα υγιείς, να καταλήγουν από τη νόσο. Είναι θέμα στατιστικής και πιθανοτήτων. Πρόκειται για ένα αρκετά μεταδοτικό νόσημα για το οποίο κανείς δεν έχει ανοσία, οπότε όσο και μικρή να είναι η θνητότητα σε μια ηλικιακή ομάδα η μεγάλη νοσηρότητα αναμένεται να προκαλέσει θανάτους σε νέους ανθρώπους που θα επιδεινώσουν το φόβο στο κοινό. Νέοι άνθρωποι όμως, πεθαίνουν κάθε χρόνο από σπάνιες επιπλοκές της εποχικής γρίπης».
Ο κ. Μόσχος σχολιάζει επίσης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τις αναφορές από Κίνα και Ιαπωνία ότι μπορεί κάποιος να νοσήσει πάνω από μια φορά σε μικρό χρονικό διάστημα. «Αυτό δεν φαίνεται να είναι το τυπικό χαρακτηριστικό της νόσου και μπορεί να οφείλεται σε εργαστηριακό λάθος. Έτσι κι αλλιώς, όπως συμβαίνει και με την εποχική γρίπη, η ανοσία δεν είναι μόνιμη. Είναι πολύ πιο σημαντικό να μάθουμε περισσότερα πράγματα για το χρόνο έναρξης της μετάδοσης προ της έναρξης των συμπτωμάτων, τη διάρκεια της μεταδοτικότητας μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων, και σε πιο βαθμό είναι μεταδοτικοί οι ασυμπτωματικοί μολυνθέντες».