Η «Μεταπολίτευση» της 24ης Ιουλίου 1974 είναι από εκείνες τις ημερομηνίες ορόσημα που θυμίζουν ένα γεγονός – την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών- και ταυτόχρονα δίνουν το όνομά τους σε ολόκληρη την περίοδο που ακολουθεί – η «Μεταπολιτευτικά Ελλάδα».

Πρώτον, γιατί η ιστορική τομή είναι ριζική και γενικά αναγνωρίσιμη από όσους τη βίωσαν αλλά και από τους επιγενόμενους.

Δεύτερον, γιατί βάζει σε νέα τροχιά την εθνική εξέλιξη για πολλά χρόνια. Πράγματι, στα χρόνια που ακολουθούν μπορεί να συμβαίνουν πολλές αλλαγές, αλλά η τροχιά και η δυναμική του αφετηριακού γεγονότος παραμένει. Κάτι τέτοιο συνέβη στη «μεταπολιτευτική Ελλάδα» μετά το 1974: άλλαξε ο κόσμος το 1989, διαλύθηκαν τα παλαιό Βαλκάνια, αλλάξαμε εθνικό νόμισμα το 2002, ενσωματωθήκαμε ακόμα περισσότερο στην υπερεθνική οντότητα ΕΕ, μπήκαμε σε μια δεκαετή οικονομική κρίση το 2009-10, παραλίγο να αυτοκτονήσουμε το 2015.

Είναι κατεξοχήν ζήτημα της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών να ερευνούν τις συνέχειες και τις ασυνέχειες τέτοιων διαδρομών, τι παραμένει σταθερό και τι αλλάζει ριζικά, τόσο ώστε να μιλάμε για «νέα εποχή». Και η συζήτηση για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» άρχισε από το 1985 και ακόμα συνεχίζεται.

Οι πολίτες όμως είχαν τελικά την πολυτέλεια να βιώσουν τη σημαντικότερη «συνέχεια» της περιόδου, τη δημοκρατική ομαλότητα, πρωτόγνωρη για τον ελληνικό 20° αιώνα. Δεν την αξιολογούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η Δημοκρατία έχει πάντα τους εχθρούς της – εσχάτως μάλιστα πληθύνανε. Επίσης οι γενιές αντιμετωπίζουν διαφορετικά το γεγονός. Για όσους γνώρισαν ή διατήρησαν μνήμες από την προ της Μεταπολίτευση κατάσταση, η ομαλότητα ήταν ιστορική κατάκτηση – αυθόρμητα συνεχίζω να γράφω με αρχικό κεφαλαίο τόσο τη Δημοκρατία όσο και τη Μεταπολίτευση. Για αρκετούς από τους νεώτερους έγινε μια «βαρετή» δημοκρατία, όπως είναι ίσως μοιραίο να γίνεται μια παγιωμένη και μακρόβια κατάσταση, πόσω μάλλον όταν διαψεύδονται τα εναλλακτικά εγχειρήματα. Αλλά αυτή η αντοχή της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας έδειξε την ιστορική της σημασία πρόσφατα, στη διάρκεια της δραματικής δεκαετίας της κρίσης, όταν την απαξίωναν οι επίγονοι της ιστορικής παράταξης που είχε υποστεί το μεγαλύτερο κόστος των παλαιών αυταρχικών καταστάσεων. Απόγειο ήταν το θλιβερό 2015, όταν οι τότε κυβερνώντες είτε έπαιζαν τη χώρα στα ζάρια είτε αναζήτησαν πρωτότυπες διεξόδους που ο Πούτιν δεν τους έδωσε.

Ετσι ζήσαμε στη χώρα μας τη μεγάλη διεθνή πολιτική αλλαγή που χαρακτηρίστηκε από την άνοδο των λαϊκισμών. Αυτή είχε ξεκινήσει πριν από την παγκόσμια κρίση του 2008, αλλά από τότε επιταχύνθηκε και ισχυροποιήθηκε, την ίδια ώρα που αποδυναμωνόταν η αίγλη και η αποτελεσματικότητα της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αλλού το λαϊκιστικό ιδεολόγημα επικάθησε πάνω σε ωμές ακροδεξιές εθνικιστικές, ρατσιστικές και αντιμεταναστευτικές αντιλήψεις – νατιβισμός, είναι ο νέος δύσπεπτος επιστημονικός όρος. Αλλού εκδηλώθηκε με ωμό αυταρχικό τρόπο που μάλλον χαϊδευτικά τον ονόμασαν illiberal democracy. Στη Νότια Ευρώπη, πήρε κυρίως αριστερόστροφη μορφή, πιο παραδοσιακή στην Ελλάδα και την Ισπανία, πιο γκροτέσκα και «αντιπολιτική» στην Ιταλία με τα «Πέντε Αστέρια» του Γκρίλο. Η υποχώρηση αυτού του πολυποίκιλου «λαϊκιστικού κύματος» τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει ωστόσο τα σημάδια του και ενδεχομένως τις υποθήκες του για το μέλλον. Η γνωστή πολιτική επιστήμων Sheri Berman εξηγεί πώς η ήττα του Τραμπ δεν απάλειψε τις επιπτώσεις του τραμπισμού γιατί το Ρεπούμπλικανικό Κόμμα εμποτίστηκε και εξακολουθεί να ασκεί τις ίδιες αντιδημοκρατικές πρακτικές (Threats to American Democracy, Social Europe). Στην Ελλάδα το λαϊκιστικό κύμα επίσης εξακολουθεί να επηρεάζει την ατμόσφαιρα και την πολιτική του τόπου, με δύο επίκεντρα. Στα αριστερά, με την αγωνιώδη και ατελέσφορη κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, και στο αντίθετο άκρο, με την προσπάθεια ανασύστασης ενός ακροδεξιού πόλου μέσω της εκμετάλλευσης του αντιεμβολιαστικού ανορθολογισμού. Ωστόσο, οι αρνητικές αυτές διεθνείς και εθνικές παρακαταθήκες, δεν περιορίζονται στο κομματικό επίπεδο αλλά εκφράζουν υποβόσκουσες κοινωνικές καταστάσεις.

Πράγματι, οι αντιφατικές δυναμικές δημιουργούν την αίσθηση ότι ζούμε μια μεταβατική περίοδο. Επιφανείς αναλυτές συγκρίνουν τη σημερινή κατάσταση της Δύσης με εκείνη της δεκαετίας του 1970, όταν είχε τελειώσει ο πολιτικός κύκλος της μεταπολεμικής «κεϊνσιανής ορθοδοξίας» χωρίς ακόμα να έχει επικρατήσει ο νέος κύκλος της «νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας». Αργότερα η κρίση του 2008, έδειξε τα όρια του νέου κύκλου, γεγονός που ενίσχυσε πρόσκαιρα έστω, τις δυνάμεις της εθνικής περιχαράκωσης, του λαϊκισμού και της αυταρχίας. Τώρα, αυτή η φάση φαίνεται να έχει εξαντληθεί καθώς αναδύεται μια νέα προγραμματική ατζέντα που στη Δύση έχει συνθηματοποιηθεί ως Πράσινη Νέα Συμφωνία (Green New Deal) – μια δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη μετάβαση σε έναν οικολογικό, ειρηνικό και ψηφιακό κόσμο. Ωστόσο, δεν έχει σχηματιστεί ακόμα ούτε η αναγκαία διεθνής συναίνεση, ούτε η ακόμα πιο αναγκαία διεθνής συνεργασία και αλληλεγγύη για την προώθησή της.

Και στην ελληνική κοινωνία εύκολα διακρίνουμε τις αντιφατικές διαθέσεις καθώς αναμειγνύονται άτακτα συμπεριφορές διαφορετικών κοινωνικών και συναισθηματικών καταστάσεων. Συνήθειες και προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί από τον προ της κρίσης ευδαιμονικό καταναλωτισμό. Αγωνίες και αγώνες για την αντιμετώπιση της ατομικής και οικογενειακής οικονομικής καθίζησης μετά την κρίση. Οργή και φόβος για την απώλεια, αποφασιστικότητα και θέληση για καλύτερο μέλλον. Μνησικακία που τρέφει την πολιτική εχθροπάθεια από τη μια, ελπίδα που ζωογονεί μια νέα ατομική και συλλογική προσπάθεια από την άλλη. Ισως όμως το πιο ισχυρό ρεύμα που υποφώσκει στη ελληνική κοινωνία κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίησα των παθογενειών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και η ανάγκη υπέρβασής τους ώστε να βαδίσουμε στη νέα εποχή. Αυτό φαίνεται ήδη να επιδρά ουσιωδώς αν και συνήθως υπόγεια, στην πολιτική-κομματική ατμόσφαιρα. Ερμηνεύει την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, εξηγεί τη στασιμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αντί να κατανοήσει την τάση, τη βαφτίζει «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», υποδεικνύει (ή θα έπρεπε να υποδεικνύει) στο ΚΙΝΑΛ τον δρόμο της ενδυνάμωσής του.

Αν αυτό ισχύει, αν το ρεύμα αυτό είναι υπαρκτό και αποδειχτεί ανθεκτικό, τότε δημιουργείται μια νέα ηγεμονική κοινωνική πλειοψηφία, που αποκρούει τον συντηρητισμό και την εχθροπάθεια του αριστερόστροφου λαϊκισμού, ενώ ακόμα περισσότερο απεχθάνεται την ακροδεξιά βαρβαρότητα. Μια πλειοψηφία που συνειδητά ή διαισθητικά, επιθυμεί την αναδιάρθρωση του παλαιού κρατικιστικού – συντεχνιακού παραγωγικού μοντέλου, την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, την ισορροπημένη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, τις επενδύσεις και την υγιή επιχειρηματικότητα, την αναγέννηση της εκπαίδευσης ώστε να βελτιωθεί η προοπτική των νέων.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σε αυτή τη μεταβατική περίοδο διακυβεύονται οι εθνικοί όροι με τους οποίους η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει τη νέα εποχή που ήδη έχει ξεκινήσει. Το εθνικό στοίχημα είναι όχι μόνο να συμμετάσχουμε εγκαίρως και δυναμικά ώστε να ανακτήσουμε το έδαφος που χάσαμε την τελευταία δεκαετία, αλλά να αναβαθμίσουμε τη θέση της στην ιεραρχία των κρατών και στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Το ιστορικό ευτύχημα είναι ότι το στοίχημα θα παιχτεί στο πλαίσιο της δημοκρατικής ομαλότητας που κληρονομήσαμε από τη Μεταπολίτευση. Με αυτή την έννοια, το 1974 είναι ακόμα παρόν και εμπνέει την Ελλάδα της νέας εποχής στον 21° αιώνα.

 


Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου. Το άρθρο δημοσίευθηκε στα Νέα Σαββατοκύριακο