Με τη μεγάλη μάχη για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής να αποτελεί βασικό στόχο της κυβέρνησης καθώς τα έξτρα έσοδα που θα προκύψουν θα ανοίξουν νέο κύκλο μειώσεων φόρων, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας συστήνει πλέγμα παρεμβάσεων που θα δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο για νέες φοροελαφρύνσεις. 

Η βούληση Στουρνάρα περιλαμβάνει φορολογικά κίνητρα στους καταναλωτές, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή, επανεξέταση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών και καλύτερη στόχευση των κοινωνικών παροχών. 

Στους κόλπους της Τραπέζης της Ελλάδος θεωρούν ότι η συζήτηση για το τραπεζικό σύστημα πρέπει να γίνεται στη βάση των κανόνων λειτουργίας που έχουν αποφασιστεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά δεδομένα, τόσο αυτά που ισχύουν για το εγχώριο σύστημα όσο και διεθνώς, προκειμένου να γίνονται και οι αντίστοιχες συγκρίσεις. 

Για παράδειγμα, αξιολογείται ως μάλλον αυτονόητη η απόφαση που ελήφθη για τις προμήθειες των τραπεζών στις συναλλαγές, καθώς πλέον η χώρα μας εναρμονίζεται με τον μέσο όρο που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Που σημαίνει ότι εμμέσως αναγνωρίζεται πως ήταν μάλλον λάθος οι υψηλές προμήθειες που υπήρχαν όλα αυτά τα χρόνια και οι οποίες απέφεραν σημαντικά οφέλη σ’ αυτούς που τις θεσμοθέτησαν. 

Κατά τον κ. Στουρνάρα, το πιο κρίσιμο θέμα γύρω από τις τράπεζες είναι η σωστή λειτουργία του συστήματος. «Προϋπόθεση για να υπάρχει κάτι τέτοιο είναι δύο ζητήματα: αφενός η εποπτεία και αφετέρου ο ανταγωνισμός. Αυτό που θέλουμε είναι μεγαλύτερος ανταγωνισμός και όχι διοικητικές παρεμβάσεις», είπε ο διοικητής της ΤτΕ σε κυριακάτικη εφημερίδα. 

Επίσης, αξιολογεί ως ιδιαιτέρως σημαντική τη δημιουργία του 5ου τραπεζικού πυλώνα που προέκυψε μέσα από τη συγχώνευση Attica Bank και Παγκρήτιας, αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική και για ισχυρές συνεταιριστικές τράπεζες αλλά και την υλοποίηση των όποιων κυβερνητικών αποφάσεων για παροχή δανείων στους πολίτες και από άλλους χρηματοοικονομικούς τομείς. 

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της ΤτΕ, ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσουν τον δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει τη σταδιακή εφαρμογή ευρύτερων φορολογικών μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία. 

Όπως υπογραμμίζει ο διοικητής της ΤτΕ, «τα πρόσφατα μέτρα που θεσπίστηκαν προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως η ενισχυμένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης ταμειακών μηχανών και POS, καθώς και η τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, έχουν αποδώσει καρπούς. 

Επιτακτικά αναγκαία κρίνεται η ολοκλήρωση δράσεων που στοχεύουν στην περιστολή της φοροδιαφυγής και έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως η επέκταση της υποχρεωτικής αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών στη λιανική, η υποχρεωτική εφαρμογή του ψηφιακού δελτίου αποστολής διακινούμενων προϊόντων και η πλήρης λειτουργία της πλατφόρμας myData». 

Αυτές οι παρεμβάσεις, σημειώνει ο Γιάννης Στουρνάρας, μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αν συμπληρωθούν: 

-Με φορολογικά κίνητρα για τους καταναλωτές, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή.
-Με επανεξέταση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών, για καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ενισχύσει όχι μόνο τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τη φορολογική δικαιοσύνη.
-Καλύτερη στόχευση των κοινωνικών παροχών. Σε οικονομίες όπως η ελληνική, όπου η απόκρυψη εισοδημάτων είναι εκτεταμένη, η στόχευση των κοινωνικών δαπανών πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια πέραν αυτών που απεικονίζονται στις φορολογικές δηλώσεις. Η συνήθης πρακτική της χορήγησης επιδομάτων με βάση αποκλειστικά τα δηλωθέντα εισοδήματα σε μια οικονομία με υψηλή φοροδιαφυγή οδηγεί σε μη ορθολογική και άδικη κατανομή των δημόσιων πόρων. 

Η ΤτΕ κάνει ειδική αναφορά στην πρόσφατη διεθνή εμπειρία από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η οποία ανέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και έκτακτης βοήθειας, συμπληρωματικά προς τις απαραίτητες επενδύσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η αναμενόμενη κλιμάκωση των καταστροφικών φαινομένων θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, αφού οι αναγκαίες δαπάνες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους ξεπερνούν τις δυνατότητες των χωρών. 

Ως εκ τούτου, η συνδρομή της ΕΕ για τη χρηματοδότηση των σχετικών δαπανών κρίνεται καθοριστική για την αποφυγή δημοσιονομικών ανισορροπιών. Κρίσιμης σημασίας είναι επίσης η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, μέσω της ενίσχυσης της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, καθώς ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να επωμιστεί μόνος του το συνολικό βάρος των αποζημιώσεων και της αποκατάστασης των υποδομών. 

Όπως σημειώνει η ΤτΕ «τα πρόσφατα μέτρα που υιοθέτησε η κυβέρνηση, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ για κατοικίες που ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές, η υποχρέωση των μεγάλων επιχειρήσεων να ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές και η εισαγωγή του τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση (σε αντικατάσταση του φόρου διαμονής), κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά η επάρκειά τους εξακολουθεί να είναι αβέβαιη».