Στις αρχές του 2020, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δηλαδή οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ζώνης του Ευρώ και τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, αποφασίσαμε να επανεξετάσουμε τη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Την Τετάρτη, 7 Ιουλίου, το διοικητικό συμβούλιο ολοκλήρωσε την επανεξέταση της στρατηγικής. Θεωρώ λοιπόν κατάλληλη τη στιγμή να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας, καθώς οι αποφάσεις που λάβαμε, και λαμβάνουμε, στην ΕΚΤ επηρεάζουν το οικονομικό περιβάλλον της Ζώνης του Ευρώ, αλλά και ευρύτερα.
Η στρατηγική της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ θέτει τις βασικές αρχές και τα εργαλεία για την εκπλήρωση της εντολής του Ευρωσυστήματος να διατηρεί σταθερές τις τιμές. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζουμε την αξία του ευρώ, ενισχύουμε την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και προάγουμε την κοινωνική ευημερία και συνοχή.
Η κομβική σημασία της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής καθιστά την τακτική αναθεώρησή της αναγκαία, ώστε να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Στις σχεδόν δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από την προηγούμενη εξέταση της στρατηγικής, το 2003, το οικονομικό περιβάλλον έχει μεταβληθεί σημαντικά, ενώ βαθιές κρίσεις έχουν συγκλονίσει την υφήλιο:
• Διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η υποχώρηση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, η γήρανση του πληθυσμού λόγω των δημογραφικών εξελίξεων και η παγκοσμιοποίηση, επηρέασαν την οικονομική δραστηριότητα και την πορεία των μισθών και των τιμών.
• Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας επίσης επηρέασε την οικονομική δραστηριότητα και την πορεία των μισθών και των τιμών.
• Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η επακόλουθη κρίση χρέους στη Ζώνη του Ευρώ την προηγούμενη δεκαετία, καθώς και η τρέχουσα πανδημία, οδήγησαν
σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και πληθωρισμού σε όλες τις χώρες της Ζώνης του Ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Σε απάντηση των σοβαρών προκλήσεων και απρόβλεπτων εξελίξεων που προανέφερα, την τελευταία δεκαετία έχουμε προβεί σε σημαντική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, οδηγώντας τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και υιοθετώντας μη συμβατικά μέσα νομισματικής πολιτικής. Με τα δραστικά αυτά μέτρα, πετύχαμε να αυξήσουμε τόσο τον πληθωρισμό όσο και τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, από τα πολύ χαμηλά επίπεδα που είχαν διαμορφωθεί. Δεν έχουμε όμως ακόμη προσεγγίσει, όπως προκύπτει και από τις τελευταίες προβλέψεις μας τον Ιούνιο, σε μεσοπρόθεσμη βάση, το επίπεδο πληθωρισμού που θεωρείται συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών.
Υπήρξε, λοιπόν, σαφής ανάγκη να επανεξετάσουμε κάποια βασικά στοιχεία της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής μας, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα μπορεί να στηρίζει διαχρονικά την εντολή που μας έχει ανατεθεί για σταθερότητα των τιμών. Κατά την επανεξέταση λάβαμε υπόψη μας τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο οικονομικό περιβάλλον, ώστε η νέα στρατηγική να ανταποκρίνεται πιο αποδοτικά σε διάφορες περιστάσεις. Ταυτόχρονα, επιδίωξή μας είναι να παρέχουμε ένα σαφές και σταθερό σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση των προσδοκιών των καταναλωτών και επιχειρήσεων για το μελλοντικό επίπεδο των τιμών, ώστε να παίρνουν τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις.
Ακολούθως θα αναφερθώ επιλεκτικά σε ορισμένα μόνο θέματα από την πληθώρα ζητημάτων που εξετάστηκαν τους προηγούμενους μήνες.
Η αναθεωρημένη στρατηγική προσδιορίζει ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα όταν το Ευρωσύστημα επιδιώκει την αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 2% μεσοπρόθεσμα. Σε σύγκριση με τη διατύπωση που ίσχυε έως τώρα, η προσέγγιση αυτή καθιστά πλέον σαφές ότι το 2% δεν αποτελεί το ανώτατο επίπεδο το οποίο θεωρείται αποδεκτό για τον πληθωρισμό, αλλά τον συμμετρικό στόχο μας.
Επιπλέον, τονίζουμε ότι τόσο η συνεχής άνοδος όσο και η παρατεταμένη πτώση των τιμών πρέπει να περιορίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ιδιαίτερα σε συνθήκες πολύ χαμηλών επιτοκίων, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν την τρέχουσα περίοδο, επιδιώκουμε, με την εντατική και επίμονη χρήση μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, όπως το πρόγραμμα αγοράς τίτλων, τις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης των τραπεζών, και τη διατύπωση ενδείξεων για τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, να παρεμποδίζουμε την παρατεταμένη διαμόρφωση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα από τον στόχο. Με αυτόν τον τρόπο, ο πληθωρισμός ενδέχεται να διαμορφώνεται σε επίπεδα λίγο πάνω από τον στόχο του 2% για περιορισμένη χρονική περίοδο.
Σε αναγνώριση των σημαντικών προκλήσεων για τη σταθερότητα των τιμών που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, σε μια απόφασηορόσημο, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ενέταξε στον προγραμματισμό του ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης που σχετίζεται με το κλίμα. Με το σχέδιο δράσης το Ευρωσύστημα αποσκοπεί, στο πλαίσιο της εντολής του, να διασφαλίσει ότι λαμβάνει πλήρως υπόψη τόσο τους κίνδυνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και τις επιπτώσεις των πολιτικών μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, στην αποτελεσματική άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Το σχέδιο προβλέπει την ενίσχυση των εργαλείων μακροοικονομικής ανάλυσης και την ανάπτυξη σχετικών στατιστικών δεικτών για το κλίμα. Επιπλέον, αναγνωρίζει τέσσερις πυλώνες δράσης, που αφορούν την προσαρμογή του λειτουργικού πλαισίου της νομισματικής πολιτικής ως προς τις ακόλουθες κύριες κατευθύνσεις: (α) Δημοσιοποίηση στοιχείων, (β) αξιολόγηση κινδύνων, (γ) αγορές ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα και (δ) πλαίσιο αποδοχής τίτλων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις παροχής ρευστότητας του Ευρωσυστήματος.
Θα ήθελα να τονίσω στο σημείο αυτό ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μία από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες
παγκοσμίως που ασχολήθηκαν με την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα, έχοντας συγκροτήσει, ήδη από το 2009, την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, η οποία συμβάλλει καθοριστικά στην έρευνα με στόχο την ανάδειξη των κινδύνων αλλά και των ευκαιριών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, πρόσφατα, η Τράπεζα της Ελλάδος συνέστησε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας με σκοπό τον συντονισμό και την υλοποίηση των δράσεων της τράπεζας αναφορικά με το κλίμα.
Θεωρώ ότι η αναθεώρηση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής προσέφερε στο Ευρωσύστημα μια ζωτική ευκαιρία για καταγραφή των διδαγμάτων που αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων δεκαετιών, ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική βελτίωση της ικανότητάς μας να επιτύχουμε τον βασικό στόχο μας και στο μέλλον. Παράλληλα, έδωσε τη δυνατότητα στο Ευρωσύστημα να γίνει πιο εξωστρεφές μέσω της επανεξέτασης των επικοινωνιακών πρακτικών του, ώστε να ενισχύσει τον διάλογο με τους πολίτες, να ακουστεί, αλλά και να τους ακούσει καλύτερα. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εκδηλώσεις δημόσιου διαλόγου που πραγματοποιήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ, καθώς και την ΕΚΤ.
Με τη νέα διατύπωση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής, εκφράζω την πεποίθηση πως είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίζουμε τυχόν μελλοντικές οικονομικές διαταραχές. Οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ζώνης του Ευρώ θα μπορούμε να αντιδρούμε πιο άμεσα και αποτελεσματικά στις οικονομικές εξελίξεις και να διατηρούμε ευνοϊκές τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και σταθερές τις τιμές. Με αυτόν τον τρόπο θα εξακολουθήσουμε να συμβάλλουμε στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με γνώμονα πάντοτε τη διατηρήσιμη ευημερία όλων των πολιτών της Ευρώπης, και βεβαίως των Ελλήνων.
* Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το άρθρο δημοσιεύεται στην Καθημερινή της Κυριακής