Τεράστια ευκαιρία για τη χώρα είναι το κοινοτικό πρόγραμμα ανάκαμψης, σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, Γιώργο Γεραπετρίτη, που επιπρόσθετα διαβεβαίωσε πως οι εποχές κατασπατάλησης των πόρων έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Σε συνέντευξή του υπουργός περιέγραψε το κυβερνητικό σχέδιο για αξιοποίηση των χρημάτων αυτών για στήριξη των πληττόμενων κλάδων σε πρώτη φάση, και των παραμελημένων τομέων της οικονομίας σε δεύτερη.
Στην Ελλάδα, πρόσθεσε, πιστώνονται 32 δισ. λόγω της αξιοπιστίας που κατέκτησε και λόγω του προσωπικού κεφαλαίου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Απαντώντας στην αποψινή κριτική του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ παρατήρησε πως «τα οικονομικά του κυρίου Τσίπρα δεν φημίζονται για την ακρίβειά τους», ενώ τέλος, καταλόγισε στην Τουρκία κλιμάκωση της ρητορικής, υπογραμμίζοντας συγχρόνως την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς.
Αναλυτικά και ερωτηθείς εν πρώτοις για την κατανομή των χρημάτων του αποκαλούμενου και ως «ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ», ο υπουργός σημείωσε ότι έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι εποχές κατασπατάλησης των πόρων – «κι έχουν παρέλθει, όχι μόνο γιατί στο τιμόνι της χώρας βρίσκεται μια κυβέρνηση που στηρίζεται περισσότερο στον επαγγελματισμό παρά σε οποιαδήποτε προσωπικά οφέλη, κυρίως όμως γιατί έχει αλλάξει η νοοτροπία των πολιτών».
Δεν θα έχουμε ξανά τέτοια ευκαιρία
«Εγώ θέλω να σας διαβεβαιώσω», υπογράμμισε στο σημείο αυτό Γ. Γεραπετρίτης, «ότι για τα χρήματα τα οποία θα εισέλθουν και τα οποία είναι μια τεράστια, μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα, που ανάλογή της δεν έχει παρουσιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες – και μακάρι να διαψευσθώ, δεν θα έχουμε τέτοια άλλη μεγάλη ευκαιρία στο μέλλον – εκεί που θα εστιάσουμε, είναι στις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να οργανώσουμε το σύστημα της οικονομίας, της αγοράς, της κοινωνίας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα χρήματα αυτά να πιάσουν τόπο».
Στο ερώτημα μήπως είναι ευκαιρία για τη χώρα να αλλάξει προτεραιότητες στην παραγωγική δομή της, έδωσε την εξής απάντηση: «Παράλληλα με το πρόγραμμα – γέφυρα που τρέχουμε μέχρι το φθινόπωρο, υπάρχει ένα τεράστιο αναπτυξιακό ρεύμα. Σήμερα στο υπουργικό συμβούλιο, προεγκρίθηκαν νομοσχέδια με αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα (…) Έχουμε πολύ μεγάλη ανάπτυξη σε ό,τι αφορά την ηλεκτροκίνηση, την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, το κομμάτι του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, την ενίσχυση της νησιωτικότητας με νέες δομές και οικονομικά εργαλεία. Άρα, θα υπάρξει μια σύμμετρη ανάπτυξη όλων των τομέων της ελληνικής οικονομίας και όλων των γεωγραφικών περιοχών», διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας.
Ακόμη, στη συνέχεια, εξήγησε το μηχανισμό εκταμίευσης των νέων κοινοτικών κονδυλίων: «Τα χρήματα δεν θα δοθούν εφάπαξ, αλλά συναρτώνται με την έκδοση των ομολόγων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα υπάρχουν εκδόσεις, τιτλοποιήσεις χρεογράφων, οπότε κάθε χώρα θα παίρνει το μερίδιο που της αναλογεί σε βάθος χρόνου, που υπολογίζουμε ότι θα είναι ως και το 2027. Η εκταμίευση θα είναι σταδιακή, θα εξαρτάται από τη θέση κάθε χώρας, τη συμμόρφωση, από τον τρόπο με τον οποίο θα διοχετεύονται τα ‘πακέτα’ αυτά». Σκοπός δε, της κυβέρνησης, είναι «να ενισχυθούν σε πρώτη φάση, άμεσα, οι πληττόμενοι κλάδοι, που δυστυχώς είναι οι περισσότεροι και συνδέονται πρωτίστως με την τουριστική βιομηχανία, και σε δεύτερο επίπεδο να ενισχυθούν και άλλοι κλάδοι, οι οποίοι λογίζονται ότι έχουν παραμεληθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όπως είναι η πρωτογενής και η δευτερογενής παραγωγή, και η μεταποίηση». Άλλωστε, «ήδη τη στιγμή που μιλάμε, η ελληνική κυβέρνηση σκέπτεται, διαβουλεύεται, βρίσκεται σε φάση εκπόνησης νέου επιχειρησιακού σχεδίου. Δεν πρόκειται να παρασυρθούμε σε οποιαδήποτε λογική αλόγιστης, άμεσης πλειοδοσίας».
Γιατί παίρνουμε 32 δισ.
Απαντώντας στην κριτική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Γ. Γεραπετρίτης ανέφερε τα εξής: «Τα οικονομικά του κυρίου Τσίπρα δεν φημίζονται για την ακρίβειά τους, όπως επίσης και η διαπραγματευτική δυνατότητά του. Ας αντιληφθούμε όλοι ότι τα 32 δισ. τα οποία ελπίζουμε ότι θα διοχετευθούν στην Ελλάδα, είναι ένα ποσό δυσανάλογο σε σχέση με το μέγεθος και τη συμβολή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικονομία και αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες: πρώτον, στη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και στο ότι κατέστη επιτέλους ένας απολύτως αξιόπιστος εταίρος (για πρώτη φορά μπήκαμε σε χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία μας ήταν άγνωστα τα τελευταία χρόνια). Και το δεύτερο είναι το προσωπικό κεφάλαιο και η παρέμβαση του ίδιου του πρωθυπουργού», με τον υπουργό Επικρατείας να επισημαίνει με έμφαση, ότι «ο Έλληνας πρωθυπουργός προκάλεσε με τις δικές του πρωτοβουλίες πολλά από αυτά που βλέπουμε σήμερα και τα αντιμετωπίζουμε ως αυτονόητα».
Το να δοθούν εμπροσθοβαρώς τα χρήματα είναι αμετροέπεια, ανέφερε σε άλλο σημείο της συνέντευξης, υποσχόμενος όμως ότι «στο πλαίσιο του δυναμικού προγράμματος ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας, εμείς θα παρέχουμε όλη την αναγκαία στήριξη στην οικονομία και την κοινωνία, αλλά δεν πρόκειται να εξαντλήσουμε τους δημοσιονομικούς μας πόρους, αν δεν έχουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι είμαστε ασφαλείς να πορευτούμε στο μέλλον».