Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υποκλοπές
Πέρα από την αλματώδη αύξηση των συνακροάσεων επί ΣΥΡΙΖΑ (από 3.780 το 2014 σε 9.295 σε 2016/στοιχεία από ΑΔΑΕ σε επεξεργασία της Public Issue), πέρα από τη χαλάρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου, πέρα από το όργιο παρακολουθήσεων των ετών 2015-2019 το οποίο καταγγέλλουν υπουργοί της προηγούμενης κυβέρνησης, συνέβη και κάτι άλλο εξίσου σοβαρό, το οποίο εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Παραμονές Χριστουγέννων του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νομοθετεί τη χρήση κατά την ποινική διαδικασία αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών (άρθρο 65 του ν. 4356/2015). Επί της ουσίας νομοθετήθηκε η χρήση υποκλαπεισών συνομιλιών, εγγράφων ή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας για τα εγκλήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Εισαγγελίας Διαφθοράς. Η διάταξη επικρίθηκε ως αντισυνταγματική από όλον τον νομικό κόσμο και τελικώς ο ΣΥΡΙΖΑ εσύρθη στην κατάργησή της με ρητή πρόβλεψη στον Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (περ. η΄ του άρθρου 586).
Με εσάνς… Εδεσσαϊκού
Στην αρχή, ο πρόεδρος πείστηκε ότι είναι καλή ιδέα να ζητήσει την επίσπευση του ανοίγματος της Βουλής (είναι κλειστή λόγω θέρους) για μία προ ημερησίας συζήτηση με θέμα την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη στις 22.8.2022. Πιθανώς θεώρησε ότι η κυβέρνηση θα αρνηθεί γιατί δεν θα θελήσει να διακόψει τη θερινή ραστώνη. Επεσε έξω διότι ο πρόεδρος της Βουλής απάντησε αυθημερόν στο αίτημα και όρισε την προταθείσα ημερομηνία ως ημέρα συνεδρίασης της αρμόδιας Επιτροπής. Και εκεί αρχίζει ο τραγέλαφος. Τα εκ του ΣΥΡΙΖΑ προερχόμενα μέλη στην Επιτροπή απέστειλαν επιστολή με την οποία ζητούν την άμεση σύγκληση διότι το ζήτημα «δεν μπορεί να περιμένει». Η υπαναχώρηση αυτή είναι εύκολα εξηγήσιμη. Σκεπτόμενοι με αμιγώς (μικρο)κομματικό όφελος θεωρούν ότι έως τις 22 Αυγούστου το πουλάκι θα έχει πετάξει και θα έχει πάει περίπατο η ρητορική «μιας κυβέρνησης που παρακολουθεί τους πάντες». Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η υιοθέτηση του ύφους του αντιπροέδρου Εδεσσαϊκού είναι μια εύθυμη νότα.
Ντουέτο αλλαγών
Δημοσιεύτηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία εισάγονται δύο εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Η πρώτη αφορά τον διορισμό διοικητή, ο οποίος πλέον τίθεται υπό την αίρεση γνώμης της αρμόδιας διακομματικής επιτροπής της Βουλής, με τη διάταξη να καταλαμβάνει και τον νέο διοικητή, πρέσβη Θεμιστοκλή Δεμίρη. Η δεύτερη ρύθμιση αφορά την επαναφορά της προϊσχύουσας διάταξης για τον έλεγχο της διάταξης άρσης του απορρήτου που εκδίδει ο εποπτεύων την ΕΥΠ εισαγγελέας από εισαγγελέα Εφετών. Σημειωτέον ότι η έγκριση του εισαγγελέα Εφετών ίσχυε έως τις 4.4.2018, οπότε και καταργήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 4531/2018.
Ξαφνικές αγάπες
Χθες έγραψα αναλυτικά για ποιους λόγους θεωρώ ότι σφάλλει ο νομικός συλλογισμός του Ευάγγελου Βενιζέλου. Πέρα από τα όποια νομικά επιχειρήματα μπορεί να προβάλλει κανείς, ο συλλογισμός αυτός έχει και σοβαρά λογικά κενά και ασυνέχειες, αφού ενδύει τον βουλευτή με έναν ιδιότυπο «απυρόβλητο» μανδύα, με τον οποίο μπορεί να πράττει οτιδήποτε θέλει χωρίς κανέναν έλεγχο. Το εκπληκτικό όμως δεν είναι αυτό. Είναι η ξαφνική αγάπη για τις θέσεις του Βενιζέλου από τον ΣΥΡΙΖΑ και το γνωστό αποχετευτικό σύστημα που έχει τοξικά μολύνει τα social media. Ξαφνικά, ο κ. Βενιζέλος από «προδότης, αλήτης που θα έπρεπε να είναι φυλακή για τα μνημόνια και το PSI» ανήχθη σε «αξιοσέβαστο συνταγματολόγο που κόλλησε στον τοίχο τον Μητσοτάκη». Διασκεδαστικές καταστάσεις.
Πιο ίσοι απ’ τους άλλους, βρε αδερφέ
Τελικά μπορούσε να παρακολουθηθεί νομίμως ο Νίκος Ανδρουλάκης με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος ή εξαιρείται επειδή ανήκει στους αιρετούς εκπροσώπους τους έθνους; «Ναι, μπορούσε» λέει η κυβέρνηση, «όχι, δεν μπορούσε» λέει η αντιπολίτευση, στηριζόμενη σε μία θέση του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Το πρόβλημα με τη θέση του κ. Βενιζέλου είναι ότι ουδείς άλλος συνταγματολόγος φαίνεται να τη συμμερίζεται ως τώρα. Βασικά, ακόμα και ο ίδιος –πολυγραφότατος εις ό,τι αφορά την ερμηνεία του συντάγματος– ουδέποτε υποστήριξε κάτι ανάλογο. Δεν εξέφρασε την αντίρρησή του όταν, ως μέλος της κυβέρνησης Σαμαρά, η ΕΥΠ παρακολουθούσε με την ίδια διαδικασία τους βουλευτές και τον αρχηγό του κόμματος της Χρυσής Αυγής, του πέμπτου τότε κόμματος σε κοινοβουλευτική δύναμη. Δεν γνωρίζω βέβαια εάν οι πρόνοιες και οι συνταγματικές ασυλίες των βουλευτών ενεργοποιούνται εάν είσαι από την τρίτη θέση και πάνω, οπότε διατηρώ μια κάποια επιφύλαξη.
Ως προς τη γνωστή και διακηρυγμένη θέση του κ. Βενιζέλου για την απόλυτη προστασία του βουλευτή, δεν θα γράψω κάτι. Θα θυμίσω απλώς ότι ο ίδιος υπήρξε υπέρμαχος του ν. 3126/2003 για την ποινική ευθύνη των υπουργών και συνέβαλε και στις μετέπειτα τροποποιήσεις του, όπως ισχύει σήμερα.
Ως προς το ζήτημα της «προστασίας» των υπουργών από τον συγκεκριμένο νόμο, το 2018 είχαμε ζήσει και μία διασκεδαστική κόντρα μεταξύ Βενιζέλου – Τσίπρα. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε τον κ. Βενιζέλο ότι έφτιαξε έναν νόμο για να τη «σκαπουλάρουν» οι υπουργοί, ο δε κ. Βενιζέλος αντέτεινε ότι ο νόμος δεν είναι δικός του. Αποκορύφωμα της κόντρας, η αλήστου μνήμης δήλωση του τότε Μαξίμου: «Η προσπάθεια του Ευ. Βενιζέλου να μας πείσει πως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν έχει τη σφραγίδα του και δεν προστατεύει σκόπιμα τους υπουργούς, διαχωρίζοντάς τους από τους υπόλοιπους πολίτες, είναι αξιόλογη. Μόνο που επέλεξε να την κάνει Πρωταπριλιά. Οι πολίτες έχουν και μνήμη και κρίση».
Τώρα βέβαια «ψωμί κι αλάτι». Τώρα είμαστε στο 2022 και μας βολεύει η ασυλία. Και σε κάθε περίπτωση, όπως έλεγε και ο Τζορτζ Οργουελ στη «Φάρμα των ζώων», όλοι ίσοι είμαστε, βρε αδερφέ. Και αν κάποιος είναι λίγο πιο ίσος απ’ τους άλλους, δεν χάθηκε ο κόσμος.