Η τρομοκρατία και τα έωλα επιχειρήματα

Από καιρού εις καιρόν όλο και κάποιος πετάγεται να δηλώσει με στόμφο ότι οι τρομοκράτες διέπραξαν μεν εγκλήματα, αλλά τα κίνητρά τους είναι πολιτικά και δεν φέρουν ποινική απαξία.

Τελευταίο κρούσμα, ένα κείμενο του Αντώνη Λιάκου στο Facebook. Ο ιστορικός, τέως σύμβουλος του Κώστα Σημίτη και νυν σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα, δηλώνει μετά παρρησίας ότι οι τρομοκράτες πράττουν μεν εγκληματικά (δηλ. σκοτώνουν σωρηδόν), αλλά πρέπει να κρίνονται μεγαλόψυχα από την πολιτεία γιατί έχουν κίνητρα πολιτικά (και ένα ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου, θα συμπλήρωνε ο Μάκης ο Μπαλαούρας).

Πραγματικά αδυνατώ να κατανοήσω σε ποιο ακροατήριο μπορεί να ακούγεται πειστική αυτή η –ας πούμε– σκέψη. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι δεν υπάρχουν ούτε αναγνωρίζονται στον νομικό μας κόσμο πολιτικά κίνητρα σε εγκληματίες. Και κατά τούτο, όσοι κάθε τόσο επαναφέρουν στον δημόσιο λόγο αυτό το επιχείρημα είτε ανοητολογούν είτε στοχεύουν σε ανόητους.

 

Το παράδοξο στην υπόθεση της Μυρτούς

Μέσα από χίλια κύματα και έπειτα από συνεχείς δικαστικές ανατροπές σε διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας, έρχεται το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και επί της ουσίας κάνει δεκτό τον ισχυρισμό που πρόβαλε το 2017 στο πρώτο της δικόγραφο η μητέρα της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη.

Οτι εφόσον ο Πακιστανός που εγκλημάτισε εις βάρος της βρισκόταν παράνομα στη χώρα, η ευθύνη του αποτελέσματος της επίθεσης βαρύνει το κράτος που δεν μερίμνησε να τον απελάσει.

Και έτσι έχουμε το εξής παράδοξο: ενώ υπάρχει ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος που η κοπέλα αυτή θα αποζημιωθεί έστω μετά από χρόνια, από την άλλη πλευρά δημιουργούνται εύλογες επιφυλάξεις για το εύρος της ερμηνείας της αιτιώδους συνάφειας.

Αλλως ειπείν, η απόφαση κάνει δεκτό ότι το επιζήμιο γεγονός το δημιούργησε η ανεμπόδιστη είσοδος του Πακιστανού στη χώρα και η μη απέλασή του. Γεγονός προβληματικό από πολλές απόψεις.

 

Απραξία και σιωπή

Τρεις υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταγγείλει δημοσίως ότι τα τηλέφωνά τους παρακολουθούνταν συστηματικά κατά την περίοδο που ασκούσαν τα καθήκοντά τους. Γιάνης Βαρουφάκης, Νάντια Βαλαβάνη και Παναγιώτης Λαφαζάνης επιρρίπτουν ευθέως ευθύνες στην ΕΥΠ και στην τότε κυβέρνηση – της οποίας αποτελούσαν μέλη. Ο δε Νίκος Κοτζιάς δήλωσε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΥΠ παρακολουθούσε τους πάντες, ακόμα και υπουργούς. Από τα λίγα νομικά που ξέρω, η παρακολούθηση είναι ποινικό αδίκημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως. Αυτεπάγγελτα σημαίνει ότι η ποινική δίωξη κινείται αυθωρεί ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη πληροφορία ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη. Οι δημόσιες δηλώσεις προσώπων και τα δημοσιεύματα εντάσσονται στις «άλλες πληροφορίες» που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Η βολική απραξία της Δικαιοσύνης και η ένοχη σιωπή των εμπλεκομένων είναι, όσο να πεις, εντυπωσιακή.

 

Εργο «συντρόφων»;

Διαβάζω, με σχετική έκπληξη, δημοσίευμα της «Εστίας» της Κυριακής, στο οποίο αναφέρεται ότι η παγίδευση του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη δεν είναι αποτέλεσμα δράσης ξένων ή ημεδαπών πρακτόρων, αλλά έργο «συντρόφων» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αφού όπως επισημαίνει η εφημερίδα, επικαλούμενη λεγόμενα του ίδιου του κ. Ανδρουλάκη, «όλα ξεκινούν μέσα από το ΠΑΣΟΚ». Μάλιστα, ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, δήλωσε ότι η εν λόγω παγίδευση συνδέεται και με την προσπάθεια να αποσπάσουν «προσωπικές στιγμές» από τον Νίκο Ανδρουλάκη για να επιχειρήσουν να τον εκβιάσουν. Να θυμίσω ότι κατά την τελική φάση των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ είχαν διακινηθεί στο Διαδίκτυο περίεργα δημοσιεύματα που αφορούσαν την προσωπική ζωή του κ. Ανδρουλάκη. Τα εν λόγω δημοσιεύματα είχαν διακινηθεί και αναπαραχθεί ασμένως από τον «προοδευτικό» βούρκο των social media.

 

H στρατηγική του μεσαίου χώρου και ο ΣΥΡΙΖΑ

Στην τελευταία έκδοση των «Εκλογικών Τάσεων» (Μάρτιος 2022) που περιοδικά δημοσιεύει το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» επισημαίνεται ότι «το “κέντρο” δεν έχει συνεκτικά πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει “κεντρώα πολιτική”. Με την έννοια αυτήν, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταφέρει –μέσα από τον προγραμματικό και πολιτικό του λόγο– να ενισχύσει την παρουσία του στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, θα καταφέρει να “τραβήξει” προς τα εκεί και μεγάλο μέρος του κεντρώου χώρου. Αντίθετα, θα είναι λάθος, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί το ΚΙΝΑΛ στο κέντρο, να ακολουθήσει τη “δημιουργική ασάφεια” του Νίκου Ανδρουλάκη» (σελ. 39).

Αυτή η θεώρηση είναι το βασικό εμπόδιο πάνω στο οποίο σκοντάφτει το «άνοιγμα» του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο και είναι αυτό που καθιστά αδιέξοδη την όποια απόπειρα του Αλέξη Τσίπρα και των στενών συνεργατών του για προσέγγιση του μεσαίου χώρου. Διότι ενώ ο πρόεδρος φαντάζεται και εργάζεται για ένα κόμμα εξωστρεφές και με ερείσματα στον μεσαίο χώρο, οι μηχανισμοί του κόμματος εκλαμβάνουν αυτό το άνοιγμα ως «πασοκοποίηση» και περιχαρακώνονται στα αριστερά, όπως οι στρατιώτες στα αναχώματα.

Και ενώ άπαντες στον ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζουν ότι η ανάκτηση της διακυβέρνησης της χώρας περνάει αναγκαστικά από το «κέντρο», διαφέρει παρασάγγας η στρατηγική προσέγγισης των ψηφοφόρων αυτών. Οι μεν προεδρικοί θεωρούν ότι το κόμμα θα πρέπει να «ανοίξει» και να εγκαταλείψει την ξύλινη αριστερή γλώσσα και τις παρωχημένες αντιλήψεις ότι «η Αριστερά είναι το φάρμακο διά πάσαν νόσον», οι δε λοιποί, όπως μαρτυρά η ανάλυση του Ινστιτούτου «Πουλαντζάς», θεωρούν ότι για να πάνε στο κέντρο πρέπει να στρίψουν ακόμα πιο αριστερά.

Εχει μεγάλο ενδιαφέρον για το ποια θέση θα επικρατήσει τελικώς και κυρίως εάν τελικά ο «παντοδύναμος» εσωκομματικά Αλέξης Τσίπρας θα μπορέσει να επιβάλει τη γνώμη του. Ολα αυτά μάλιστα θα φανούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αφού εν όψει των επερχόμενων εκλογών το 2023, το κόμμα πρέπει να στήσει το πρόγραμμα με το οποίο θα κατέλθει στην εκλογική αναμέτρηση.