Ερμηνεύοντας το σύνταγμα
Η Δημοκρατία δίνει το δικαίωμα σε όλους, είτε κατά μόνας είτε συλλογικά, να εκφράζονται δημόσια. Πολλώ δε μάλλον σε αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας μας που η επιστημοσύνη τους προάγει –ή έστω διευκολύνει– τη λύση σε μείζονα προβλήματα που απασχολούν την επικαιρότητα. Με αυτήν τη λογική εκφράζονται και οι συνταγματολόγοι σε ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων. Χρησιμοποιώ τον όρο «εφαρμογή» και όχι «ερμηνεία» των σχετικών διατάξεων, διότι η «ερμηνεία» των συνταγματικών διατάξεων, όπως και όλων των νόμων, ανήκει αποκλειστικά στα δικαστήρια. Εάν οι συνταγματολόγοι ήθελαν να «ερμηνεύουν» το σύνταγμα, θα έπρεπε να έχουν γίνει δικαστές. Είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειοψηφία εξ αυτών θα είχε διαπρέψει στο δικαστικό σώμα. Δεν έγιναν όμως. Οπότε η επιστημονική τους άποψη για το σύνταγμα περιορίζεται εκ του ιδίου του συντάγματος. Κατά τα λοιπά, οι επιστημονικές απόψεις είναι λιτές και περιορίζονται στην ανάλυση των δεδομένων. Οταν επεκτείνονται σε άλλες κρίσεις, δεν είναι (αμιγώς) επιστημονικές απόψεις, αλλά χρησιμοποιούνται ως μέσο προβολής ή επιβολής πολιτικών θέσεων.
Η τοξικότητα έχει κουράσει
Προκάλεσε μεγάλη απορία στα social media η απουσία προβολής από τα μεγάλα μέσα της κατάθεσης ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου της γραμματέως του Χρήστου Καλογρίτσα ότι «έφευγαν σακούλες με μετρητά για τον ΣΥΡΙΖΑ» και μάλιστα εν μέσω capital controls. Είναι απολύτως βέβαιο ότι αν όλα αυτά που κατατέθηκαν επωνύμως και ενόρκως αφορούσαν άλλο κόμμα πλην του ΣΥΡΙΖΑ, τα ΜΜΕ της Αριστεράς και της Προόδου θα έβγαζαν πρωτοσέλιδα επί εξάμηνο. Ο λόγος που η κατάθεση της γραμματέως παρουσιάστηκε απλώς ως μία ακόμη είδηση είναι απλός: η τοξικότητα έχει κουράσει την κοινωνία, η οποία γυρίζει την πλάτη απηυδισμένη. Η διερεύνηση οποιασδήποτε καταγγελίας σε βάρος πολιτικών και κομμάτων είναι αποκλειστική αρμοδιότητα αρχικά της Δικαιοσύνης και ακολούθως της Βουλής, ως μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει την παραπομπή πολιτικών σε δίκη. Ο μόνος που φαίνεται ότι δεν το έχει καταλάβει αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τρέφεται από μία ανερμάτιστη και επιπόλαιη σκανδαλολογία για το θεαθήναι. Και μάλιστα χωρίς κανένα όφελος.
Ανορθόγραφη Δικαιοσύνη (Ι)
Τα όσα έλαβαν χώρα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης μελών της ΜΚΟ ERCI στις δικαστικές αίθουσες του δικαστηρίου της Μυτιλήνης αποτυπώνουν τις βαθιές παθογένειες και της αρρυθμίες της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ορθώς τα μέλη της ΜΚΟ και λοιποί συμπαθούντες πανηγυρίζουν για «αθώωση» από τις βαριές κατηγορίες για τις οποίες είχαν παραπεμφθεί. Κατάφεραν και απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες άνευ επί της ουσίας κρίσεως της υπόθεσης, διότι η ποινική απαξία των αδικημάτων υπέπεσε σε παραγραφή (!) καθώς δεν βρέθηκε χρόνος να δικαστούν επί πενταετία και γιατί κάποιοι υπάλληλοι της Εισαγγελίας κατάφεραν και επέδωσαν λάθος κλητήρια θεσπίσματα στους κατηγορουμένους. Γελοιότητες που καταρρακώνουν το κύρος της ελληνικής Δικαιοσύνης και την υποβιβάζουν σε επίπεδο δημόσιας υπηρεσίας της δεκαετίας του 1980.
Ανορθόγραφη Δικαιοσύνη (ΙΙ)
Ενα ακόμη απίστευτο συμβάν αγνής, καθάριας δικαστικής παράνοιας: εισαγγελέας ζήτησε από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (!) τα στοιχεία των υπευθύνων έκδοσης της «Athens Review of Books», στοιχεία που είναι δημοσιευμένα δημόσια στην έντυπη και ηλεκτρονική ταυτότητά της και μπορεί να τα διαβάσει όποιος γνωρίζει βασικά ελληνικά. Ο λόγος του αιτήματος; Μια μήνυση από τον ήδη ποινικώς ελεγχόμενο Παναγιώτη Δημητρά. Από τα λίγα που ξέρω, ένα από τα βασικά έργα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είναι να αποκαλύπτει ηλεκτρονικά κρυπτόμενους εγκληματίες. Οχι να δίνει τα στοιχεία επιχειρήσεων που η σύστασή της είναι δημοσιευμένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο ΓΕΜΗ. Και τα δύο συμβάντα είναι ενδεικτικά της κατάστασης της «ΔΗΚΕΩΣΙΝΗΣ» που θα έλεγαν και οι σύντροφοί μου στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η κατήφεια μιας (ιστορικής) φωτογραφίας…
Στην περιβόητη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Β΄ κατά την ορκωμοσία της κυβέρνησης της χούντας, ο τότε βασιλεύς των Ελλήνων εμφανίζεται κατηφής και προβληματισμένος. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια σε συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά δεκαετίες αργότερα, η κατήφεια αυτή ήταν «πράξη αντίστασης». Το «ύφος της σιωπής», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τη στάση του, έδινε «το μήνυμα ότι ο βασιλιάς ήταν δυσαρεστημένος με την εξέλιξη. Εμφανίστηκε κατηφής, ενώ ο κόσμος ήξερε ότι ήταν πάντοτε γελαστός». Ο Κωνσταντίνος Β΄ δέχτηκε άοπλους τους τρεις πρωτεργάτες της χούντας στο γραφείο του τα ξημερώματα του πραξικοπήματος. Μίλησε μαζί τους και αντί να διατάξει τη σύλληψή τους, κανόνισε την ώρα που θα τους όρκιζε κυβέρνηση την επομένη, ανοίγοντας ένα τραγικό κεφάλαιο για την ελληνική Ιστορία. Η κατήφειά του στη φωτογραφία λίγη σημασία έχει.
Οπως περιγράφει ο Αλέξης Παπαχελάς, όταν ο Κωνσταντίνος ενθρονίστηκε, μία «σχετικά προφητική έκθεση» της αμερικανικής πρεσβείας έγραφε πως «αν αποφάσιζε να περιοριστεί σε έναν συμβολικό ρόλο, χωρίς να αναμειγνύεται στις καθημερινές πολιτικές διαμάχες, θα ενισχυθεί η προοπτική μιας σχετικά ήρεμης θητείας. Αν πάλι το αποφασίσει ότι πρέπει να αναμειγνύεται ενεργά στην πολιτική ζωή, όποτε το έκρινε αναγκαίο, η μοναρχία θα πρέπει να αναμένει ένα θυελλώδες και αβέβαιο μέλλον».
Η έκθεση των ΗΠΑ δεν ήταν προφητική· ο συντάκτης της είχε απλώς μελετήσει καλά την ελληνική βασιλική δυναστεία: ο Γεώργιος Α΄ δολοφονήθηκε, ο Κωνσταντίνος Α΄ προκάλεσε τον διχασμό, εξορίστηκε δις και πέθανε έκπτωτος και άρρωστος, ο Αλέξανδρος πέθανε νέος από δάγκωμα μαϊμούς, ο Γεώργιος Β΄ εξορίστηκε, εξέπεσε του αξιώματος, συνέβαλε σε δύο νοθευμένα δημοψηφίσματα, μία δικτατορία, έναν εμφύλιο και επί των ημερών του η Ελλάδα δεν έζησε ούτε μία μέρα κανονικότητας, ο δε Παύλος ήταν παρεμβατικός στα πολιτικά ζητήματα, αλλά γνώριζε πού έπρεπε να σταματήσει για να μείνει στο απυρόβλητο του θρόνου.
Ο Κωνσταντίνος Β΄ κυκλώθηκε από αυλικούς με προσωπικές ατζέντες και λάθος συμβούλους. Οδηγήθηκε σε μοιραία λάθη σε τριπλό επίπεδο: για τη χώρα, για τη βασιλεία και για τον ίδιο προσωπικά.