Τις ευοίωνες προοπτικές για το βαμβάκι, αλλά και τους νέους δρόμους που ανοίγονται για το προϊόν μέσω της νέας προγραμματικής περιόδου-Κοινή Αγροτική Πολιτική 2022-2027-, υπογράμμισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γεώργιος Γεωργαντάς στη διάρκεια της τοποθέτησής του στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο που διοργανώνουν σήμερα στην Κομοτηνή η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος (ΔΟΒ) σε συνεργασία με τον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ. Το συνέδριο τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και με την υποστήριξη της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας -Θράκης και του Δήμου Κομοτηνής.
Λέγοντας ότι το ελληνικό βαμβάκι είναι ποιοτικό και τυγχάνει της δημοφιλίας που του αρμόζει παγκοσμίως, ο κ. Γεωργαντάς επισήμανε «οι άνθρωποι του χώρου μπορούν και έχουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν της τύχης του προϊόντος με ευοίωνο τρόπο».
Υπογράμμισε δε ότι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ το προϊόν έχει τη δυνατότητα της ίδιας ενίσχυσης όπως τα προηγούμενα χρόνια και τόνισε πως «με βάση την κατεύθυνση της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής προς πιο φιλοπεριβαλλοντικές δράσεις, είναι σίγουρο ότι ανοίγεται ένας νέος δρόμος για το προϊόν». Στο πλαίσιο αυτό είπε ότι «όπως όλα δείχνουν το βαμβάκι θα αντικαταστήσει το πλαστικό και έτσι ανοίγεται ένας νέος δρόμος για τους βαμβακοκαλλιεργητές. Έχουμε τη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να σχεδιάσουμε τις νέες ενέργειες και δράσεις μας», επισήμανε.
Με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ και σύμφωνα με το νέο κανονιστικό πλαίσιο (καν. 2021/2115) το οποίο τίθεται σε εφαρμογή από την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο (2023) για την καλλιέργεια βαμβακιού χορηγείται ειδική (συνδεδεμένη) ενίσχυση, συνολικού προϋπολογισμού 184 εκατ. ευρώ, ο οποίος ισχύει από το έτος 2021, σύμφωνα με τον καν. (ΕΕ 2020/2220), ο οποίος θέσπιζε μεταβατικές διατάξεις για τα έτη 2021 και 2022.
Όπως υπενθύμισε ο Yπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, πάγιος στόχος είναι η ενίσχυση της καλλιέργειας, η στήριξη της ΔΟΒ καθώς και ολόκληρου του τομέα και για τον λόγο αυτό έχει συσταθεί από το έτος 2016, ομάδα εργασίας με εκπροσώπους από την παραγωγική αλυσίδα του βαμβακιού (βαμβακοπαραγωγοί, εκκοκκιστές, κλωστοϋφαντουργοί, σποροπαραγωγικές επιχειρήσεις), καθώς και υπηρεσιακούς παράγοντες από διάφορες υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ, ΟΠΕΚΕΠΕ, ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ κλπ.
Μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή του ο ΥΠΑΑΤ εξήρε τη σημασία στήριξης του πρωτογενούς τομέα, τονίζοντας ότι «η κρίση ανέδειξε τη σπουδαιότητά του όχι μόνο για τη συνεισφορά του στην εθνική οικονομία, αλλά κυρίως για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας».
Την αισιοδοξία του ότι το 2023 θα είναι μια «πετυχημένη» χρονιά για το ελληνικό βαμβάκι, εξέφρασε ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος (ΔΟΒ), Ευθύμιος Φωτεινός, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά «πιστεύουμε στο προϊόν και μπορούμε να το αναδείξουμε ακόμη περισσότερο».
Αναφερόμενος στο «εργαλείο» των προπωλήσεων που η ΔΟΒ πέτυχε μετά από «μεγάλο αγώνα», όπως είπε χαρακτηριστικά, ο κ. Φωτεινός σημείωσε ότι «πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, που δίνει τη δυνατότητα στους παραγωγούς να ξέρουν σε τι τιμή θα πουλήσουν τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο». Βέβαια, όπως έσπευσε να σημειώσει «το σίγουρο είναι ότι οι Έλληνες βαμβακοκαλλιεργητές ξέρουμε να παράγουμε, τώρα πρέπει να μάθουμε και να πουλάμε». Μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή του σημείωσε ότι στην Ελλάδα καλλιεργούνται κάθε χρόνο περί τα 2,5 εκατ. στρέμματα με βαμβάκι και είπε ότι δεν αποκλείεται αυτά να αυξηθούν.
Στην ερώτηση γιατί να καλλιεργήσει κάποιος βαμβάκι έναντι άλλων καλλιργειών, απάντησε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ), Αντώνιος Σιάρκος. Όπως είπε, το ελληνικό βαμβάκι έχει το πλεονέκτημα της δεσπόζουσας θέσης στην ΕΕ, κατατάσσεται στην 8η θέση μεταξύ των μεγαλύτερων εξαγωγέων παγκοσμίως και το προϊόν «διαθέτει το τεράστιο πλεονέκτημα της ρευστότητας και εμπορευσιμότητας».
«Το πλεονέκτημα της μεγάλης συσχέτισης του φυσικού εμπορίου με τη χρηματιστηριακή του αγορά είναι ζωτικής σημασίας για τους καλλιεργητές», επισήμανε, εξηγώντας ότι «το δεδομένο αυτό δίνει προϋποθέσεις κερδοφορίας κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου και έτσι ο παραγωγός μπορεί να αισθάνεται πιο ασφαλής».
Η καλλιέργεια βαμβακιού συνιστά σε μεγάλη σπατάλη φυσικών πόρων; Σ αυτήν την ερώτηση κλήθηκε να απαντήσει ο πρόεδρος του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, Σέρκος Χαρουτουνιάν, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι αποτελεί μονόδρομο η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της καλλιέργειας με διατήρηση ή και βελτίωση της ποιότητάς του.
«Για να επιβιώσουμε ο μόνος τρόπος είναι να έχουμε σωστή ποιότητα και να την πιστοποιήσουμε. Η βαμβακοκαλλιέργεια αφορά σε μια απαιτητική περιβαλλοντικά καλλιέργεια», ανέφερε ο κ. Χαρουτουνιάν ενώ υπογράμμισε την μεγάλη σημασία των έρευνας και καινοτομίας. Στην τοποθέτησή του, τόνισε την ανάγκη διαχείρισης και των υποπροϊόντων του βαμβακιού, όπως της βαμβακόπιτας και του βαμβακόσπορου.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ο μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού παγκοσμίως είναι η Ινδία με 38,1% και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 13,2% και 42,4 εκατ. στρ. Κίνα με 10,4% και 33,5 εκατ. στρ., Πακιστάν με 7,3% και 23,7 εκατ. στρ., Τουρκία με 1,5% και 5,5 εκατ. στρ. και η Ελλάδα κει 2,7 εκατ. στρ και 0,8% της παγκόσμιας παραγωγής βάμβακος.
«Θα είναι μεγάλης βαρύτητας έγκλημα να αφήσουμε το βαμβάκι στην τύχη του και για αυτό θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα βήματα», επισήμανε ο αντιπρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ, Κυριάκος Μπαμπασίδης, προαναγγέλλοντας ότι πολύ σύντομα θα ανοίξει η πλατφόρμα για την ηλεκτρονική κατάθεση των αιτήσεων ΟΣΔΕ, που θα είναι «καλύτερη από την περσινή, πιο ολοκληρωμένη και σύγχρονη», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Βασικοί θεματικοί άξονες του συνεδρίου είναι οι εξής: η ανταγωνιστικότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και τα χρηματοδοτικά εργαλεία, η γεωργία ακριβείας, η πράσινη συμφωνία και νέα ΚΑΠ,η καινοτομία, οι προοπτικές της αγοράς εκκοκκισμένου βάμβακος, το παρόν και το μέλλον βαμβακοκαλλιέργειας και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην βαμβακοκαλλιέργεια.