Ποιος θα είναι ο κύριος φορέας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που θα προκύψει από την νέα Κλιματική Πολιτική; Αυτό είναι ένα από τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθεί υπεύθυνα από τις Πολιτικές Ηγεσίες.
Άρθρο του Γεωργίου Α. ΚΟΛΛΙΑ*
Σήμερα η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αλλάξει πλήρως και η Ελλάδα πρέπει να προσαρμοσθεί το ταχύτερο δυνατό. Οι πολιτικές της Ευρώπης επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τόσο το πρόβλημα της Κλιματικής Αλλαγής όσο και την έλλειψη ευρωπαϊκών ενεργειακών πόρων που δεν ρυπαίνουν το περιβάλλον.
Ειδικά η Κλιματική Αλλαγή επιφέρει σοβαρές διαταραχές στο Ενεργειακό Σύστημα, καθώς η άνοδος των θερμοκρασιών:
• μειώνει τους υδάτινους πόρους για άρδευση, ύδρευση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας,
• περιορίζει τις αποδόσεις των θερμικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (με καύσιμο φυσικό αέριο),
• μειώνει τις αντοχές των δικτύων Μεταφοράς και Διανομής,
• επιβάλλει μετακινήσεις μονάδων ηλεκτροπαραγωγής σε περίπτωση ανόδου της στάθμης της θάλασσας κλπ.
Παράλληλα, η «ενεργειακή εξάρτηση» από λίγες χώρες εξαγωγείς φυσικού αερίου και πετρελαίου δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους παρατεταμένης Ενεργειακής και Οικονομικής Κρίσης. Μία «πρώτη γεύση ενεργειακής κρίσης» ζούμε και σήμερα όταν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν τετραπλασιασθεί στις αγορές χονδρικής της Ευρώπης σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια! Σε αυτό φυσικά συντελεί και η πανδημία.
Οι επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι «μονόδρομος» για την «ενεργειακή απεξάρτηση» και την άμβλυνση των διαταραχών των διεθνών ενεργειακών τιμών.
ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Όλα τα ανωτέρω σύνθετα προβλήματα απαιτούν προηγμένες τεχνικές λύσεις που συνεπάγονται κατά πολύ μεγαλύτερη αύξηση των κεφαλαίων που απαιτούνταν στο παρελθόν για ένα ολοκληρωμένο Εθνικό Ηλεκτρικό Σύστημα.
Πολύ περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα πρέπει να διαθέσει τεράστια ποσά για τη μεγάλη ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αυτή η αναγκαιότητα προκύπτει όχι μόνο από τις αυξημένες επιβαρύνσεις για τον άνθρακα/λιγνίτη αλλά και από την αύξηση του κόστους εξόρυξης και την εξάντληση των εγχώριων αποθεμάτων λιγνίτη.Τα προβλήματα αυτά απαιτούν Ενεργειακό Ανασχεδιασμό με ορίζοντα μερικών δεκαετιών.
Στο παρελθόν ο Όμιλος ΔΕΗ έκανε τον «τιτάνιο άθλο» του εξηλεκτρισμού της χώρας για τρείς ολόκληρες δεκαετίες. Απέκτησε πρωτοποριακή τεχνογνωσία στην εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων, στον εξηλεκτρισμό όλων των απομονωμένων από την ηπειρωτική χώρα νησιών, στην κατασκευή ταμιευτήρων και υδροηλεκτρικών σταθμών, κλπ.
Έτσι, κατά τεκμήριο, η ΔΕΗ και ο ΔΕΔΔΗΕ, καθώς και ο ΑΔΜΗΕ, μπορούν με πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα να δημιουργήσουν συνέργειες για την πραγματοποίηση τεραστίου ύψους νέων επενδύσεων σε ΑΠΕ. Σε αυτή την ευρεία συνεργασία θέση έχουν και οι ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας ή εταιρείες άλλων τομέων.
Υπογραμμίζουμε ότι, οι τεράστιες πυρκαγιές του καλοκαιριού ανέδειξαν την αναγκαιότητα κατασκευής πολλών μικρών και μεγάλων ταμιευτήτων νερού. Αυτά είναι έργα κοινωφελούς χαρακτήρα (υδροηλεκτρικά,αντιπλημμυρικά, ύδρευσης, ανάπτυξης βιότοπων κλπ) και στα οποία η ΔΕΗ έχει τεράστιες εμπειρίες.
Η ΑΥΞΗΣΗ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Τη σχεδιαζόμενη αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου της ΔΕΗ ΑΕ και τη μείωση του ποσοστού της – έναντι ενός πολύ μεγάλου ποσού στη ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ – θα πρέπει να τις δούμε κάτω από το πρίσμα των αναγκών για εκσυγχρονισμό των δύο εταιρειών και αντιμετώπισης των νέων ενεργειακών αναγκών της χώρας.
Η μείωση του ποσοστού μετοχικού ελέγχου της ΔΕΗ από το 51% στο 34% δεν περιορίζει καθόλου τις δυνατότητες του Ελληνικού Κράτους να επιτύχει τους Στρατηγικούς Στόχους για Ενεργειακό Εκσυγχρονισμό της χώρας, μεγαλύτερη Ανταγωνιστικότητα και αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής.
Η μείωση των ποσοστών κρατικού ελέγχου σε ΔΕΗ και ΔΕΔΔΗΕ θα επιτρέψει στις δύο εταιρείες να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιχειρηματική ευελιξία, κεφαλαιακή επάρκεια και παροχή καλλίτερων υπηρεσιών προς τους Πελάτες.
Όπως σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα, οι εταιρείες ενέργειας χαρακτηρίζονται ως εταιρείες Κοινωφελούς Χαρακτήρα (Utilities), ανεξαρτήτως ποσοστών συμμετοχής του Κράτους (βλ.Ιταλία,Ισπανία κ.α.)
Πέραν αυτών, λόγω μακράς συσσωρευμένης εμπειρίας, η κεφαλαιακή ενίσχυση θα επιτρέψει στις δύο εταιρείες να αντιμετωπίσουν με πολύ μεγαλύτερη άνεση και αποτελεσματικότητα τα τεχνικά προβλήματα που θα συσσωρεύονται με την Κλιματική Αλλαγή και την αλλαγή της σύνθεσης του «ενεργειακού μείγματος» της χώρας.
Επομένως το θέμα της μείωσης της κρατικης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ και της ΔΕΔΔΗΕ δεν είναι αντικείμενο «ιδεολογικό, κομματικό ή συνδικαλιστικό».
Είναι κατ΄εξοχήν «Εθνικό Θέμα» για τον Ενεργειακό Εκσυγχρονισμό της χώρας, καλλίτερες υπηρεσίες προς τους Πελάτες και για αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κλιματικής Κρίσης.
*Πρώην Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος
της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. και
Πρώην Γενικός Διευθυντής Εμπορίας ΔΕΗ Α.Ε.