Η συνθήκη της Λωζάννης στην οποία αναφερθήκαμε στο 13ο μέρος αυτού του οδοιπορικού, άφησε πάσης φύσεως εκκρεμότητες. Κι οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας διαταράχθηκαν σε τέτοιο σημείο ώστε ουδείς απέκλειε νέα πολεμική σύγκρουση. Η απέλαση του πατριάρχη (1924), η απαγόρευση επιστροφής των Ελλήνων που είχαν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη αλλά και η κατάσχεση ελληνικών ακινήτων, ήταν τρία ζητήματα που είχαν οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα.
Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Ξεκίνησαν λοιπόν νέες διαπραγματεύσεις. Η Ελλάδα δημιούργησε Επιτροπή Ανταλλαγής Ελληνοτουρκικού Πληθυσμού στην οποία πρόεδρος τοποθετήθηκε ο διπλωμάτης και νομικός Γεώργιος Εξηντάρης. Στην αντίστοιχη επιτροπή που δημιούργησαν οι Τούρκοι τέθηκε επικεφαλής ο Ρουσδή Αράς. Τον Ιούνιο του 1925 υπήρξε συμφωνία στην Άγκυρα με την οποία ρυθμιζόταν το ζήτημα των εγκατεστημένων στην Κωνσταντινούπολη και η αποζημίωση των μη ανταλλάξιμων Τούρκων της Δυτικής Θράκης, κτήματα των οποίων περιήλθαν σε πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη.
Αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1926, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν στην Αθήνα να συμψηφίζονται οι οφειλές από τις περιουσίες που είχαν εγκαταλειφθεί. Τις συμφωνίες αυτές ΔΕΝ τις τηρούσε η Τουρκία με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεων.
Τότε, κατά ευτυχή συγκυρία, επανήλθε στην εξουσία, 1928, ο Βενιζέλος. Ο οποίος με γρήγορες διπλωματικές κινήσεις προσέγγισε τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού που έδειξε θετικός στη φιλία των δυο χωρών και τη λήξη της κρίσης.
Ελλάδα και Τουρκία σταμάτησαν ρητά και κατηγορηματικά να εγείρουν αξιώσεις η μια στα εδάφη της άλλης. Αυτό σήμαινε ότι η Τουρκία δεν θα έθετε ζητήματα στην διεκδίκηση των Δωδεκανήσων από την Ελλάδα –παρά τις μετέπειτα διαφωνίες για την αποστρατικοποίησή τους- και η Ελλάδα δεν θα είχε ζήτημα με την προσάρτηση από την Τουρκία του συριακού σαντζακιού της Αλεξανδρέτας.
Έτσι, στις 25 Οκτωβρίου 1930, ο Βενιζέλος με το καταδρομικό ‘Έλλη και συνπδευόμενος από τον υπουργός Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Άγκυρα, όπου τους περίμενε ο Κεμάλ για να οριστικοποιήσουν την απόλυτη συμφωνία τους για ειρήνη/φιλία ανάμεσα στα δυο κράτη. Τότε ήταν που ο Κεμάλ είπε στον Βενιζέλο ότι «πρέπει να εκλείψουν οι πόλεμοι γιατί ατιμάζουν την ανθρωπότητα».
Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα κορυφώνονταν οι αντιδράσεις εναντίον του Βενιζέλου. Τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από τους πρόσφυγες.
Πάντως το «Σύμφωνο Φιλίας- Ουδετερότητας- Διαλλαγής και Διαιτησίας» αποτελείτο από 28 άρθρα κι είναι χαρακτηριστικό του καλού κλίματος ανάμεσα στις δυο χώρες, ότι η Ελλάδα δια του πρέσβη Νικολάου Πολίτη , υποστήριξε στη συνδιάσκεψη του Μοντρέ, 1936, το δικαίωμα της Τουρκίας να επαναστρατικοποιήσει τα Στενά. Προσβλέποντας ότι κι οι Τούρκοι θα αποδεχτούν το δικαίωμα της Ελλάδας
να κάνει το ίδιο σε Λήμνο και Σαμοθράκη.
Προσέξτε:
α. Στο σύμφωνο αναφερόταν ρητά και κατηγορηματικά ότι οι δυο χώρες ΔΕΝ μπορούσαν να συνάψουν άλλο σύμφωνο με το οποίο η μια θα στρεφόταν εναντίον της άλλης.
β. Για οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα στις δυο χώρες , αρμόδιο να την επιλύσει θα είναι το δικαστήριο της Χάγης.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1933, Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν σύμφωνο στην Άγκυρα ότι αναλάμβαναν την εγγύηση των κοινών τους συνόρων. Μολονότι η εγγύηση ήταν διπλωματική και όχι στρατιωτική, αποτέλεσε ορόσημο στη χάραξη των συνόρων τους, ώστε το προηγούμενο αυτό να αποτελεί μόνιμο σημείο αναφοράς.
Όμως, με το πέρασμα των χρόνων και τη φυγή από τη ζωή των πρωταγωνιστών του Ελληνοτουρκικού συμφώνου Φιλίας του 1930, οι σχέσεις των δυο χωρών βρέθηκαν σταδιακά και πάλι σε περιόδους έντασης. Από τη δεκαετία του 1930 ακόμη, η Τουρκία καλλιέργησε το κίνημα των Τούρκων Χριστιανών με εγκαθέτους. Όπως ελληνορθόδοξους Αρμενίους και Εβραίους , διάφορους ιερείς με πιο ελαφριά εθνική
σνείδηση, με πιο επιφανή τον παπά- Ευθύμ αλλά και άλλους τουρκοχριστιανούς που ουσιαστικά απέτρεπαν την ανέλκυση ελληνοχριαστιανών προς την τουρκική εθνοσυνέλευση. Ταυτοχρόνως, οι Τούρκοι άρχισαν πάλι να δημιουργούν προβλήματα στο Πατριαρχείο, τόσο σε θρησκευτικό επίπεδο, όσο κυρίως αναφορικά
με την τεράστια περιουσία και τις ιδιοκτησίες του.
Πρέπει να τονιστεί κι αυτό: Ο Βενιζέλος πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ για να βραβείο Νόμπελ ειρήνης, το 1934.
Όσο κι αν θεωρείται αδιανόητη αυτή η πρόταση –με τόσα εγκλήματα εις βάρος του ελληνικού στοιχείου στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τη Μικρασιατική καταστροφή- έδειχνε τις προθέσεις της Ελλάδας για μακροχρόνια ειρήνη ανάμεσα στα δυο κράτη. Κι ο διορατικός Βενιζέλος είχε διακρίνει τις πιθανότητες συνεννόησης με την αναγεννημένη Τουρκία που βγήκε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος και μοιραία θα ήταν αιώνιος γείτονας της Ελλάδας. Επιπλέον τόνιζε ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα συνεννόησης ανάμεσα σε δύο λαούς τους «οποίους έχουν διαιρέσει οι πλέον σοβαρές διαφορές».
Η πρόταση που προκάλεσε αίσθηση σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει αναφορά και στο ελληνοτουρκικό σύμφωνο του 1930, «που σημάδεψε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη». Με λίγα λόγια, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιχειρηματολόγησε προς τον πρόεδρο της επιτροπής των Βραβείων Νόμπελ λέγοντας ότι ο Μουσταφά Κεμάλ πρέπει να τιμηθεί επειδή έθεσε τέρμα στους πολέμους που συγκλόνισαν την Ανατολή μέσω της ελληνοτουρκικής συνεννόησης.
Για την ιστορία η επιτολή Βενιζέλου προς την επιτροπή των βραβείων Νόμπελ (γραμμένη στα γαλλικά) βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, στο αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου.