Σημαντική ώθηση δίνεται στην ελληνική οικονομία από τη μικρομεσαία βιομηχανία που καινοτομεί, σύμφωνα με ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.
Η χώρα μας, σύμφωνα με την έρευνα, εμφανίζει σημαντική υστέρηση έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών τόσο σε επίπεδο δαπανών Έρευνας & Ανάπτυξης όσο και σε θεσμικούς παράγοντες που προάγουν την καινοτομία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Δείκτη Καινοτομίας που κατασκεύασε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 34η θέση μεταξύ 44 ευρωπαϊκών χωρών, υστερώντας σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου τόσο σε εισροές (δηλαδή, σε επίπεδο θεσμών, ανθρώπινου δυναμικού, υποδομών, χρηματοδότησης και ανάπτυξης αγοράς) όσο και σε εκροές (δηλαδή, καινοτομικά αποτελέσματα σε επίπεδο ακαδημαϊκό, επιχειρηματικό, οικονομικό αλλά και ψηφιακό).
Όπως επισημαίνεται στην μελέτη, παρά το δυσμενέστερο εγχώριο περιβάλλον καινοτομίας, οι ελληνικές βιομηχανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις καταφέρνουν να καινοτομούν (σε ποσοστό 43% του τομέα έναντι 50% στην ΕΕ), με τις καινοτόμες επιχειρήσεις να επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων όσο και κερδοφορίας. Ειδικότερα, οι καινοτόμες επιχειρήσεις πέτυχαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους την προηγούμενη πενταετία της τάξης του 11,2% -έναντι μόλις 0,2% για τις μη καινοτόμες- ενώ παράλληλα πέτυχαν υπερτριπλάσια βελτίωση του επιπέδου κερδοφορίας τους (+4,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι +1,5 για τις μη καινοτόμες).
Η επίτευξη καλύτερων επιδόσεων για τις καινοτόμες βιομηχανικές μικρομεσαίες κατά την προηγούμενη περίοδο ενισχύει την αισιοδοξία των επιχειρήσεων για την μελλοντική τους πορεία, όπως αυτή αποτυπώνεται στις επιδόσεις του Δείκτη Εμπιστοσύνης, την αναπτυξιακή τους στρατηγική και τις θετικότερες προοπτικές απασχόλησης.
Η ανάλυση προχώρησε στη διάκριση των καινοτόμων επιχειρήσεων σε δύο επιμέρους κατηγορίες: ηγέτες (επιχειρήσεις που παράγουν οι ίδιες καινοτομία) και μιμητές (επιχειρήσεις που υιοθετούν καινοτομίες). Ενώ σε επίπεδο μιμητών η Ελλάδα βρίσκεται σχετικά κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα (περίπου 40% του τομέα), το ποσοστό των ηγετών στην Ελλάδα (5% του τομέα) παρουσιάζει σημαντική υστέρηση έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου (της τάξης του 28%). Η κατηγορία των ηγετών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η εστίαση της στρατηγικής τους στην ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων σε συνδυασμό με τις ενέργειες που ακολουθούν για την υλοποίηση της (ανάπτυξη δομών Ε&Α και συνεργασιών με την ακαδημαϊκή κοινότητα) τους προσδίδουν σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των μιμητών, τόσο σε όρους κερδοφορίας όσο και προσβασιμότητας στις διεθνείς αγορές.
Εστιάζοντας στα στρατηγικά πλάνα των βιομηχανικών επιχειρήσεων για το μέλλον, παρατηρείται μια τάση ενίσχυσης της καινοτομικής τους δραστηριότητας, καθώς μια στις τρεις μη καινοτόμες ΜμΕ (αντιστοιχώντας στο 15% του συνόλου των ΜμΕ) έχει ήδη εκπονήσει σχέδια καινοτομίας για την επόμενη πενταετία. Το ποσοστό αυτό είναι επαρκές ώστε η Ελλάδα να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ποσοστό καινοτόμων επιχειρήσεων (ανεξαρτήτως ποιότητας, δηλαδή ηγετών ή μιμητών). Το όφελος για την ελληνική οικονομία από την υλοποίηση των εν λόγω σχεδιαζόμενων στρατηγικών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, αγγίζει τα 0,7 δισ. ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, πέρα από την ενίσχυση του αριθμού των καινοτόμων επιχειρήσεων, ζητούμενο, παράλληλα, είναι η ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας καινοτομίας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της βελτίωσης του περιβάλλοντος στο οποίο οι επιχειρήσεις καλούνται να υλοποιήσουν την καινοτομική τους στρατηγική. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, εάν η υλοποίηση των σχεδιαζόμενων στρατηγικών των ΜμΕ συνοδευτεί από την αναβάθμιση του περιβάλλοντος καινοτομίας της χώρας μας στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το επιπλέον όφελος για την οικονομία σε ορίζοντα πενταετίας μπορεί να αγγίξει τα 3,3 δισ. ευρώ ετησίως. Επιπλέον, το όφελος αυτό μπορεί να αυξηθεί ως τα 4 δισ. ευρώ αν οι επιδόσεις της χώρας φθάσουν στο επίπεδο των 3 κορυφαίων ευρωπαϊκών χωρών. Ως προτεραιότητες πολιτικής για την επίτευξη της θεσμικής σύγκλισης αναγνωρίζονται η ενίσχυση των οδών χρηματοδότησης μετοχικού κεφαλαίου (πχ VCs), η βελτίωση των υποδομών (κυρίως στον τομέα ICT) και η δημιουργία διασυνδέσεων επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής κοινότητας.