Θετικά αξιολογούν οι φορείς της αγοράς, κυρίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της εγχώριας οικονομίας, την τροπολογία του υπουργείου Εργασίας για τα εργασιακά που ψηφίστηκε από τη Βουλή εν μέσω αντιδράσεων από την αντιπολίτευση. Στον αντίποδα, ενστάσεις εκφράζει η ΓΣΕΕ, ενώ νομικοί κύκλοι επισημαίνουν κινδύνους τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τις επιχειρήσεις, λόγω της αναδρομικής ισχύος της.

Η ΓΣΕΒΕΕ, σε ανακοίνωσή της, αναφέρει πως σειρά εργασιακών ρυθμίσεων που ψηφίστηκαν τα τελευταία δύο χρόνια δημιουργούσε επιπρόσθετο και δυσβάστακτο γραφειοκρατικό και διοικητικό κόστος συμμόρφωσης, ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, χωρίς να προσδίδει καλύτερο πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων. Ενδεικτικά αναφέρει δε τις διατάξεις που ήδη καταργήθηκαν, καθώς και την καταχώριση της ετήσιας κανονικής άδειας και την αναγγελία του απασχολούμενου προσωπικού επί εκτέλεσης οικοδομικής εργασίας ή τεχνικού έργου στο σύστημα «Εργάνη», αλλά και τηνδιάταξη του νόμου Κατρούγκαλου για τον υπολογισμό των εισφορών των μη μισθωτων.

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, οι εν λόγω διατάξεις δημιουργούν περιττά εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την απασχόληση. Μάλιστα, όπως εκτιμά η δυνομοσπονδία, το ελληνικό δίκαιο προστασίας των εργαζομένων ήταν και χωρίς αυτές πλήρες και τυπικά και ουσιαστικά. Οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επισημαίνουν πως το υπουργείο θα πρέπει να επιληφθεί και των υπόλοιπων εκκρεμών ζητημάτων, υπογραμμίζοντας βέβαια την ανάγκη για ουσιαστική διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.

Αλλά και μέσω της ΕΣΕΕ, ο εμπορικός κόσμος και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τις πρωτοβουλίες του υπουργείου Εργασίας «στην κατεύθυνση της εξισορρόπησης του γενικότερου εργασιακού περιβάλλοντος». Οπως αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΣΕΕ, άλλωστε, ο βάσιμος λόγος απόλυσης, του οποίου η απόδειξη βάρυνε πλέον τον εργοδότη, στρέβλωνε το ευρωπαϊκό νομοθέτημα στο οποίο υποτίθεται ότι στηριζόταν, αντίβαινε στη διαμορφωμένη νομολογία του Αρείου Πάγου και καθιστούσε επαχθέστερη τη θέση της επιχείρησης.

Να σημειωθεί εδώ ότι τόσο η ΕΣΕΕ όσο και νομικοί κύκλοι επισημαίνουν πως η νέα διάταξη θα πρέπει να ισχύσει αποκλειστικά για το μέλλον, χωρίς αναδρομικότητα, καθώς ως ψηφίστηκε αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της αναδρομικής εφαρμογής, γεγονός που θα περιέπλεκε τις επιχειρήσεις, στις περιπτώσεις των απολύσεων στις οποίες έχουν ήδη προβεί.

Σε ό,τι αφορά την αυξημένη ευθύνη του εργοδότη στις συμβάσεις έργου απέναντι στους εργαζομένους του εργολάβου, όπως επισημαίνει η ΕΣΕΕ, επρόκειτο για παράλογη διάταξη, η οποία είχε σκοπό να καταστήσει τον εργοδότη επίσημο ελεγκτή του εργολάβου, στη θέση που κανονικά θα έπρεπε να είχαν οι κρατικές υπηρεσίες της Επιθεώρησης Εργασίας και του ΕΦΚΑ.

Στον αντίποδα, έντονη ήταν η αντίδραση της ΓΣΕΕ και του ΕΚΑ για την τροπολογία του υπουργείου Εργασίας. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα, η αιτιολόγηση των απολύσεων ήταν πάγιο αίτημα της εργατικής πλευράς, διότι με τον τρόπο αυτό, χωρίς να είναι ο μόνος αναγκαίος, αποκαθίσταται σε ένα μέρος η προστασία των εργαζομένων από αυθαίρετες και εκδικητικές απολύσεις εργοδοτών. Μάλιστα, η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν μόνο ζήτημα πολιτικής βούλησης της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά αποτελούσε την απαιτούμενη συμμόρφωση της χώρας στις δεσμεύσεις διεθνών εργατικών κανόνων.

Οσο για το θέμα των εργολαβιών, η συνομοσπονδία επισημαίνει πως όχι μόνον δεν έπρεπε να καταργηθεί, αλλά όφειλε να επεκταθεί και στο Δημόσιο, στο οποίο έδινε «συγχωροχάρτι» η προηγούμενη ρύθμιση. Μάλιστα, η ΓΣΕΕ αναφέρει πως, αντί παραπειστικών επιχειρημάτων, αιφνιδιασμών, καταργήσεων και αποδόμησης ευνοϊκών για τους εργαζομένους ρυθμίσεων, η κυβέρνηση οφείλει να έχει ευήκοα ώτα στραμμένα και προς την εργατική πλευρά.
πηγή:Καθημερινή