Επειδή η υποκρισία και η κουτοπονηριά δεν είναι ποτέ καλός οδηγός στα εθνικά θέματα και έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του θέρους υπό τη σκιά των τουρκικών NAVTEX, οφείλουμε πλέον να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα:
- Η χάραξη ΑΟΖ με την Αίγυπτο ήταν επιβεβλημένη. Και γιατί, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, οι χώρες με καλή πίστη πρέπει να προβαίνουν σε οριοθέτηση της ΑΟΖ με παρακείμενες ή αντικείμενες χώρες (η οποία ΑΟΖ δεν ανακηρύσσεται μονομερώς όταν υπάρχουν άλλοι γείτονες που έχουν διεκδικήσεις, σύμφωνα με την UNCLOS του 1982) και γιατί με τον τρόπο αυτόν επανακτά η χώρα τα νόμιμα δικαιώματά της στην ευρύτερη περιοχή, ενώ μετατρέπει το παράνομο -πλην όμως υπαρκτό- τουρκολιβυκό σύμφωνο σε πολυμερή διεθνή διαφορά.
- Η χάραξη όμως από την κυβέρνηση έγινε με συνοπτικές διαδικασίες και εν κρυπτώ, υπό την πίεση των εξαγγελθεισών σεισμικών ερευνών της Τουρκίας νοτιοδυτικά της Κρήτης στις αρχές Σεπτέμβρη. Δεν ενημερώθηκαν ούτε η προεδρεύουσα Γερμανία, ούτε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οταν λέμε ότι τα ελληνικά σύνορα είναι σύνορα της Ευρώπης, πρέπει και η Ε.Ε. να ενημερώνεται για κρίσιμες αποφάσεις μας. Δυναμίτισε εξάλλου τις διερευνητικές επαφές που είχαν αποφασιστεί για το τέλος Αυγούστου, μια και ήταν απολύτως προβλέψιμο ότι η Τουρκία θα αντιδρούσε βίαια στη συμφωνία με την Αίγυπτο.
- Στη συμφωνία αυτή υπήρξαν σημαντικές παραχωρήσεις, όπως και σε κάθε διαπραγμάτευση. Σημαντικότερη από όλες είναι η απόκλιση από την, έτσι κι αλλιώς, μη ρεαλιστική θέση της ελληνικής πλευράς για πλήρη επήρεια όλων των νησιών. Οταν όμως αυτό αφορά και την Κρήτη του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, είναι σαφές ότι αποδεχόμαστε ότι κανένα νησί δεν μπορεί να έχει πλήρη επήρεια και όχι μόνο το απομακρυσμένο Καστελόριζο. Αν είναι έτσι, τι πέρα από υποκρισία μπορεί να χαρακτηριστεί η απομάκρυνση του καθηγητή Ροζάκη από το Επιστημονικό Συμβούλιο του ΥΠΕΞ πριν από λίγο καιρό επειδή δήλωσε το αυτονόητο;
- Το «Ορούτς Ρέις» προφανώς και κάνει έρευνες εντός της περιοχής που ορίζει η Ελλάδα ως υφαλοκρηπίδα της, όπως με εντιμότητα δήλωσε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος, πριν ανασκευάσει και τελικά παραιτηθεί. Τα περί θορύβων, κίνησης πλοίων κ.λπ. δεν αντέχουν στη λογική. Ομως αυτή η υφαλοκρηπίδα δεν έχει κατοχυρωθεί νομικά, μια και αποτελεί το επίδικο ζήτημα -κατά την κρατούσα άποψη και το μοναδικό- μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό πρέπει να διαπραγματευτούν και να αποφασίσουν τα δύο μέρη ή αλλιώς να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
- Εχουμε εδώ και χρόνια εγκλωβιστεί στο «μία διαφορά έχουμε με την Τουρκία και είναι η χάραξη των θαλασσίων ζωνών». Στην πραγματικότητα οι διαφορές είναι περισσότερες. Οι διερευνητικές πρέπει, όταν αρχίσουν και σε βάθος χρόνου, σε κλίμα εμπιστοσύνης να προσεγγίσουν όλα τα θέματα με δική μας πρωτοβουλία και όχι συρόμενοι μετά από ένα θερμό επεισόδιο. Με αυτοπεποίθηση και πίστη στο Διεθνές Δίκαιο, που είναι το βασικό μας όπλο.
- Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια Τουρκία που μετά το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο σχοινοβατεί στα όρια του Διεθνούς Δικαίου. Οι έρευνες του «Ορούτς Ρέις» δεν είναι τυπικά παράνομες γιατί η υφαλοκρηπίδα δεν είναι στο σημείο εκείνο νομικά κατοχυρωμένη από την Ελλάδα. Αντίθετα, πατάει στο όριο της μερικής χάραξης (28ο μεσημβρινό) και θεωρεί ότι από κει και πέρα δεν υπάρχει νόμιμο δικαίωμα. Ομως, παραβαίνει τον όρο της αποφυγής της έντασης σε αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές.
- Μπορούμε όμως με τον Ερντογάν; Η πολιτική της έντασης και μιας «κατασταλτικής διπλωματίας», όπως Τούρκος συνάδελφος την αποκάλεσε, με επιλογή τη χρήση βίας ή απειλή χρήσης βίας ως βασικό στοιχείο, έχει αναλυθεί επί μακρόν. Εμείς οφείλουμε να βρούμε τον τρόπο επανέναρξης του διαλόγου. Η Τουρκία πάσχει από υπερεπέκταση και είναι αμφίβολο πόσο αντέχει να διατηρεί όλα τα μέτωπα ανοιχτά και τις σχέσεις με την Ε.Ε. σε τόσο υψηλό βαθμό όξυνσης. Ο διάλογος θα καταστεί εκ των πραγμάτων μονόδρομος και για αυτήν. Εν τω μεταξύ, ας κατεβούμε από τον Βουκεφάλα και ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Πόσες γενιές μπορούν να ζήσουν με την ίδια υποκρισία των «αδιαπραγμάτευτων δικαίων» και των κουτοπόνηρων υποχωρήσεων είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε.
*Αναπλ. καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην efsyn.gr