Η υποχώρηση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, είναι ένα από τα μεγάλα όπλα που ενεργοποιούν οι κεντρικές τράπεζες στη μάχη κατά των σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Με κεντρικό ζητούμενο την ταχεία ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, οι διεθνείς εκτιμήσεις συγκλίνουν πως το κόστος χρήματος θα παραμείνει χαμηλό, για μεγάλο διάστημα, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η επενδυτική δραστηριότητα. Τι συμβαίνει όμως με τους αποταμιευτές στο νέο αυτό περιβάλλον, με ποιες προκλήσεις και επιλογές βρίσκονται αντιμέτωποι επενδυτές και αποταμιευτές καθώς οι έννοιες «αποταμίευση» και «επένδυση» έρχονται πιο κοντά;
Το ΑΠΕ/ΜΠΕ συνομίλησε με τον Θεοφάνη Μυλωνά, πρόεδρο & CEO της Eurobank Asset Μanagement ΑΕΔΑΚκαι πρόεδρο της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών και τον Γιώργο Βαρελτζίδη, αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της Eurobank& επικεφαλής Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτών, με κεντρικό ερώτημα τις εναλλακτικές που έχουν στην διάθεσή τους οι αποταμιευτές, και, ειδικότερα, ένα μέσο νοικοκυριό που θέλει να μεριμνήσει, σε καθεστώς μηδενικών αποδόσεων στις παραδοσιακές καταθέσεις, για τις σπουδές των παιδιών του ή για τη συνταξιοδότησή του. Τι πρέπει να προσέξει ο μέσος αποταμιευτής εάν αποφασίσει να ξεκινήσει το ταξίδι στο κόσμο των επενδύσεων; Πως ανταποκρίνονται οι τράπεζες και γιατί θα πρέπει να απευθύνονται στους ειδικούς;
Όπως αναφέρει ο κ. Θ. Μυλωνάς «Στην Ελλάδα τα επιτόκια καταθέσεων είναι ήδη σχεδόν μηδενικά και στο εξωτερικό είναι ακόμα και αρνητικά, ενώ, σε αρκετές χώρες, υπάρχουν και διάφορες χρεώσεις σε λογαριασμούς που υπάρχει υψηλή ρευστότητα». Όπως εκτιμά, «αυτό το περιβάλλον θα διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο διάστημα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις, με αυτό τον τρόπο, προσπαθούν να αναθερμάνουν την οικονομία και να ενισχύσουν την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, εν προκειμένου να γίνουν επενδύσεις». «Τα αρνητικά επιτόκια είναι και στην Ελλάδα» αναφέρει ο κ. Μυλωνάς, υπογραμμίζοντας την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών πενταετών ομολόγων σε αρνητικά επίπεδα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών «το περιβάλλον αυτό, προφανώς και δυσκολεύει τον αποταμιευτή να αυξήσει το κεφάλαιό του μέσω του ανατοκισμού, όπως άλλωστε είχε συνηθίσει για πολλά χρόνια τώρα».
Από τη δική του πλευρά κ. Γ. Βαρελτζίδης αναγνωρίζει ότι «η έντονη αποκλιμάκωση των επιτοκίων, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια, οδήγησε και στη χώρα μας τα επιτόκια των παραδοσιακών καταθέσεων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα» και εκτιμά πως «ενδεχομένως το επόμενο διάστημα να δούμε επιτόκια σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, πολύ κοντά στην περιοχή του μηδέν». Ειδικά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας «οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν και αναμένεται να διατηρήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα αυτά τα μέτρα υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής» και τονίζει «τα αρνητικά επιτόκια ουσιαστικά δεν προσφέρουν στους καταθέτες αποδόσεις και μπορεί να οδηγήσουν, μακροπρόθεσμα, και σε απώλεια αγοραστικής δύναμης, ειδικά εάν ξεκινήσει πάλι να κινείται ανοδικά ο πληθωρισμός».
Ποιες είναι σήμερα οι εναλλακτικές που έχει στη διάθεση του ένας μέσος ιδιώτης;
Όπως εξηγεί ο κ. Μυλωνάς, η πολιτική των μηδενικών ή/και των αρνητικών επιτοκίων αποσκοπεί στο να γίνουν επενδύσεις και μέσω αυτών να δράσουν οι πολλαπλασιαστές στην οικονομία και να δημιουργηθεί ανάπτυξη. Οι επενδύσεις μπορεί να γίνουν είτε σε φυσικά περιουσιακά στοιχεία (real assets), όπως είναι για παράδειγμα οι επενδύσεις σε ανάπτυξη ακινήτων (real estate), είτε σε χρηματοοικονομικά οικονομικά στοιχεία (financial assets), που με τη σειρά τους επενδύουν σε διάφορα πεδία, είτε στην εγχώρια είτε στη διεθνή οικονομία. «Πρόκειται για μια τάση που εδώ και αρκετά χρόνια αναπτύσσεται στο εξωτερικό ενώ κερδίζει έδαφος και στην ελληνική αγορά το τελευταίο διάστημα. Είναι σημαντικό, σε αυτή τη διαδικασία, οι ενδιαφερόμενοι να αντιληφθούν τη σημασία που έχει η βελτίωση της οικονομοτεχνικής επιμόρφωσης στην Ελλάδα για να κινούνται οι επενδυτικές αποφάσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, ο σημερινός αποταμιευτής και μελλοντικός επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει τρεις βασικές αρχές:
1. Οι επενδύσεις του, πρέπει να γίνονται πάντα ανάλογα με το ρίσκο που ο ίδιος είναι διατεθειμένος να πάρει και τους στόχους που έχει θέσει. Για παράδειγμα, υπάρχουν επιλογές για όλα τα βαλάντια προκειμένου να κτίσει ο ενδιαφερόμενος σταδιακά το κεφάλαιό του, όπως επενδυτικά – αποταμιευτικά προγράμματα με επιλογή του ποσό επένδυσης, που στην περίπτωση της Eurobank, επενδύουν σε αμοιβαία κεφάλαια της ΑΕΔΑΚ της, που μπορεί να ξεκινούν από τα 60 ευρώ/μήνα, χωρίς επιβαρύνσεις προμηθειών συμμετοχής και εξαγοράς.
2. Να υπάρχει μακροπρόθεσμος ορίζοντας και προσήλωση στο στόχο που έχει θέσει (stay invested).
3. Να υπάρχει διασπορά στις επενδύσεις, τόσο στις χρονικές τοποθετήσεις όσο και στις επιλογές του χαρτοφυλακίου.
«Σε αυτό το περιβάλλον των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, ο παραδοσιακός καταθέτης αναζητά τοποθετήσεις που θα τον βοηθήσουν να έχει, τουλάχιστον, θετικές πραγματικές αποδόσεις» αναφέρει από την πλευρά του και ο κ. Βαρελτζίδης, επισημαίνοντας πως, όντως, έχουμε οδηγηθεί «σε σημαντική αύξηση των εισροών σε επενδυτικά και ασφαλιστικά προϊόντα μακροπρόθεσμου ορίζοντα, που στοχεύουν στη συσσώρευση κεφαλαίου για το μέλλον». Όπως προειδοποιεί «η επιλογή τέτοιου είδους προϊόντων πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ιδιαίτερο επενδυτικό προφίλ του κάθε ιδιώτη, συνεκτιμώντας και άλλους παράγοντες, όπως η εμπειρία του, η ανοχή στο ρίσκο αλλά και ο απαραίτητος χρονικός ορίζοντας». Σύμφωνα με τον ίδιο «η δημιουργία χαρτοφυλακίων με επενδυτικά και τραπεζοασφαλιστικά οχήματα μπορεί να καλύψει την ανάγκη του ιδιώτη επενδυτή να επιτύχει οικονομικούς στόχους, όπως είναι η δημιουργία ενός μελλοντικού κεφαλαίου, η ενίσχυση του συνταξιοδοτικού εισοδήματός του ή η χρηματοδότηση των σπουδών των παιδιών του». Είναι προς όφελος του πελάτη πως «τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των επιλογών προσφέρουν μια σειρά από πλεονεκτήματα, όπως η ενεργητική διαχείριση από επαγγελματίες, η ευρεία διασπορά των επενδύσεων σε κλάδους και γεωγραφικές περιοχές αλλά και η πλήρης διαφάνεια και συμμόρφωση σε νόμους και κανόνες που θέτουν οι αντίστοιχες Ρυθμιστικές Αρχές». Η Eurobank, με προσωπική και εξατομικευμένη πληροφόρηση της πελατείας της, όπως αναφέρουν τα στελέχη της, διαθέτει αναβαθμισμένες υπηρεσίες Personal Banking, οι οποίες λαμβάνουν, σταθερά, σημαντικές διακρίσεις.
Από ποιο ποσό μπορεί κάποιος να ξεκινήσει να αξιοποιεί τις εναλλακτικές αυτές επιλογές;
Ακόμα και εάν κάποιος έχει διαθέσιμο ένα χαμηλό ποσό, για παράδειγμα Euro100/μήνα, όπως μας εξηγεί ο κ. Βαρελτζίδης, μπορεί να αξιοποιήσει μια τέτοια εναλλακτική. «Οι προσφερόμενες επιλογές διατίθενται από πολύ χαμηλά ποσά, καθώς, πρακτικά, κάποιος μπορεί να επιλέξει κάθε μήνα, για παράδειγμα, να τοποθετείται σε ένα Αμοιβαίο Κεφάλαιο ή σε κάποιο Unit Linked ασφαλιστικό προϊόν» σημειώνει. Για παράδειγμα, με Euro100/μήνα μπορεί να τοποθετηθεί στο unit link (τραπεζοασφαλιστικό προϊόν συσσώρευσης κεφαλαίου) που επενδύει σε μερίδια Α/Κ και προσφέρει επιπλέον ασφαλιστική κάλυψη. Προσθέτει δε ότι «η περιοδική και τακτική τοποθέτηση, αποτελεί μια εξαιρετική στρατηγική που αμβλύνει τη μεταβλητότητα των αγορών προφέροντας επιπλέον χρονική διασπορά. Προφανώς, εάν κάποιος έχει ήδη συσσωρεύσει κεφάλαιο, μπορεί να επιλέξει και εφάπαξ τοποθετήσεις στα παραπάνω οχήματα».
Γιατί ένας μέσος ιδιώτης να διατηρεί έναν καταθετικό λογαριασμό;
Σύμφωνα με τον ίδιο «σε έναν καταθετικό λογαριασμό, που έχει βασικό χαρακτηριστικό την πρόσβαση σε άμεση ρευστότητα, πρέπει να διατηρούνται κεφάλαια τα οποία σχετίζονται με την κάλυψη άμεσων, βραχυπρόθεσμων αναγκών ή υποχρεώσεων. Εάν, ωστόσο, μιλάμε για μακροπρόθεσμους στόχους, όπως οι σπουδές ενός παιδιού ή κεφάλαια για την περίοδο μετά τη συνταξιοδότηση, η τακτική κάποιος να διατηρεί πολύ υψηλά υπόλοιπα σε ένα απλό καταθετικό λογαριασμό, ειδικά σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών αποδόσεων, πιθανότατα δεν θα τον βοηθήσει να καλύψει τους μακροπρόθεσμους στόχους». Ως προς το ποσοστό, από τη συνολική περιουσία του σε μετρητά, που θα πρέπει ένα μέσο νοικοκυριό να διαθέτει σε απλό καταθετικό λογαριασμό, δεν υπάρχει μια σαφής απάντηση. Ωστόσο, επισημαίνει ο κ. Βαρελτζίδης, υπάρχουν βασικοί κανόνες που σχετίζονται με τον τρόπο που πρέπει, κάθε νοικοκυριό, να διαχειρίζεται τα «οικονομικά» του. Το βασικότερο είναι να υπάρχει πλεόνασμα ανάμεσα στα μηνιαία έσοδα και αντίστοιχα στα έξοδα/υποχρεώσεις, κάτι που δίνει τη δυνατότητα συσσώρευσης κεφαλαίων. «Ένας απλός, παραδοσιακός, κανόνας, λέει ότι θα πρέπει να διατηρούνται σε πρώτη ζήτηση (άρα σε ένα καταθετικό λογαριασμό), τόσα χρήματα όσα χρειάζονται για να καλύψουν τις ανάγκες/έξοδά μας για 6-12 μήνες, κάτι που αποκαλείται Κεφάλαιο Ασφαλείας», αναφέρει ο κ. Βαρελτζίδης. Εάν επιδιώκουμε να καλύψουμε μακροπρόθεσμους στόχους και ανάγκες που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον, υπάρχουν εναλλακτικές όπως τα αμοιβαία κεφάλαια, τα Unit Linked, τα οποία προϋποθέτουν δέσμευση μεγαλύτερου χρονικού ορίζοντα, προσθέτει.
Τι να κάνω τα χρήματα μου;
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, εάν υπάρχει πλέον, σήμερα, η λογική της αποταμίευσης ή εάν πια μιλάμε μόνον για επένδυση. Σε μια τέτοια περίπτωση, τι σημαίνει αυτό με δεδομένο ότι όταν μιλούμε για αποταμίευση, παραδοσιακά, εννοούμε πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση το νοικοκυριό, για παράδειγμα, να χάσει χρήματα;
«Σε αυτό το περιβάλλον οι έννοιες «αποταμίευση» και «επένδυση» έχουν έλθει πιο κοντά και σίγουρα έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν» αναφέρει ο κ. Μυλωνάς. «Τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί, ειδικά μάλιστα στην Ελλάδα όπου, σε παλαιότερες εποχές ήταν ευκολότερο να αποταμιεύσεις από το να επενδύσεις, λόγω της υψηλής αναπλήρωσης του συνταξιοδοτικού, των υψηλών επιτοκίων κ.ά. Πλέον, οι δύο έννοιες έχουν έρθει πιο κοντά, καθώς μπορούν να στοχεύουν στη διατήρηση ή αύξηση κεφαλαίου σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Προφανώς και δεν υπάρχει εγγύηση των αποδόσεων στις επενδύσεις, όμως, η χρηστή διαχείριση τηρώντας τους βασικούς κανόνες των επενδύσεων μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη των στόχων. Το ένα λοιπόν δεν αποκλείει το άλλο» δηλώνει ο Πρόεδρος της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών.
Από την πλευρά του, ο κ. Βαρελτζίδης προειδοποιεί πως, εάν κάποιος θέλει να υιοθετήσει την εναλλακτική της επένδυσης, «απαιτείται να τηρούνται κάποιες βασικές αρχές, όπως η διασπορά, οι ρεαλιστικές παραδοχές για τη σχέση ρίσκου και απόδοσης και ο απαραίτητος χρονικός ορίζοντας, ο οποίος πρέπει να ταυτίζεται με την επίτευξη του στόχου που έχουμε θέσει. Για παράδειγμα, να εξασφαλίσουμε τα κεφάλαια για τις σπουδές των παιδιών της οικογένειας σε 15 χρόνια». Όπως αναφέρει, με επιλογές, για παράδειγμα, περιοδικών και συστηματικών επενδύσεων σε οχήματα αμοιβαίων κεφαλαίων ή/και των προγραμμάτων Unit Linked, υπάρχουν σημαντικά πλεονεκτήματα όπως το ότι «αμβλύνονται βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, μπορεί να μειωθεί το μέσο κόστος κτήσης, ενώ, απομακρύνεται η πιθανότητα να παρασυρθεί κάποιος από συναισθηματικές παρορμήσεις και λανθασμένες τελικά αποφάσεις, λόγω για παράδειγμα της αυξημένης μεταβλητότητας στις αγορές». Αναφέρει επίσης ότι «εκτός από τα παραδοσιακά καταθετικά προϊόντα (ταμιευτήρια, τρεχούμενοι, όψεως και προθεσμιακές καταθέσεις), η Eurobank διαθέτει και τη δομημένη προθεσμιακή κατάθεση “Stay in Range” 3μηνης διάρκειας, που είναι συνδεδεμένη με την ισοτιμία EUR/USD, με προστασία κεφαλαίου κατά τη διάρκεια και τη λήξη, εγγυημένο επιτόκιο και δυνατότητα μπόνους επιτοκίου υπό προϋποθέσεις. Επιπλέον, σε ότι αφορά στα Ασφαλιστικά Επενδυτικά Προγράμματα (Unit Linked) μιλάμε για προγράμματα με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, τα οποία προσφέρουν, ταυτόχρονα, την επένδυση μέσω τοποθέτησης σε Αμοιβαία Κεφάλαια και την προστασία μέσω διάφορων ασφαλιστικών καλύψεων».