Η πρόσφατη κρίση με την Τουρκία έδειξε την ανάγκη να ξαναδούμε τα πράγματα, αξιολογώντας τα νέα δεδομένα, μα κι αφήνοντας πίσω πολιτικές προσεγγίσεις και νοοτροπίες που ίσως συνέβαλαν στο να φτάσουμε ως εδώ. Σήμερα προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε ζητήματα που δεν υπήρχαν καν και που προέκυψαν καθώς χάθηκαν πολύτιμος χρόνος και ευκαιρίες. Οι διεθνείς συγκυρίες αλλάζουν και η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας απαιτεί ρεαλισμό, μα και απαγκίστρωση από ξεπερασμένες αντιλήψεις. Κάθε μέρα που περνάει μ’ άλυτα τα υφιστάμενα προβλήματα, σημαίνει τη συσσώρευση και νέων. Και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σημερινή πραγματικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν επίσης αλλάξει.
Ετσι, η κρίση που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ενωση περιορίζει την αποτελεσματικότητά της. Η ισχύς, η διαπραγματευτική ικανότητα και η κανονιστική δυνατότητα της Ενωσης αδυνατίζουν ειδικά αναφορικά με την Τουρκία, σήμερα, η επιρροή αυτή είναι, συγκριτικά, ελάχιστη. Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί επαναπροσέγγιση με την Τουρκία, κι αυτό θα απαιτήσει αμοιβαίο επαναπροσδιορισμό και συμβιβασμό θέσεων. Ταυτόχρονα, η διακοπή στη διαχρονική εμπλοκή των ΗΓ1Α στην περιοχή μείωσε την επιρροή τους, ειδικά επί της Τουρκίας. Εκμεταλλευόμενη αυτά, η Τουρκία επιχειρεί προβολή ισχύος. Δυστυχώς για μας, αναμένεται, με γεωπολιτικούς όρους, η σημασία της Τουρκίας να αυξάνεται, δυσχεραίνοντας τις διεθνείς προσπάθειες ελέγχου και αποτροπής κάποιων ενεργειών της, ειδικά εκείνων που θεωρούνται έκνομες.
Στα διμερή μας προβλήματα, στην Ελλάδα τακτικά η συζήτηση περιστρέφεται – κάποτε εξαντλείται – στα δικαιώματα επί της αρχής αλλά όχι και στην εφαρμογή τους στην πράξη. Αυτό οδηγεί στην υιοθέτηση θεωρητικά ορθών, αλλά πρακτικά δύσκολα διασφαλίσιμων θέσεων. Με τη σειρά του, αυτό καταλήγει στην εμμονική προσέγγιση ζητημάτων, τη στερεοτυπική επανάληψη απόψεων, την καλλιέργεια υπερβολικών προσδοκιών και τελικά την πεποίθηση μονοπωλίου νομιμότητας. Τούτο δυσχεραίνει το έργο κυβερνήσεων που θα θελαν να ακολουθήσουν μια ρεαλιστικότερη πολιτική, στη βάση πιο προσγειωμένων στόχων, δυναμικής αξιολόγησης των συνθηκών και συνεκτίμησης αυτών που ονομάζουμε «αλήθειες των άλλων». Οπως υπάρχουν και ορισμένες άβολες αλήθειες, που πρέπει να συνυπολογίζουμε. Οπως, ότι στην τουρκική εξωτερική πολιτική υπάρχει ραχοκοκαλιά, στρατηγική, χρονικό βάθος και συνέχεια. Η Τουρκία πάντοτε ανακοινώνει τα επόμενα βήματα και στη συνέχεια τα υλοποιεί. Ανοίγει συστηματικά όλο και περισσότερα νέα μέτωπα, ως διαπραγματευτικά χαρτιά σε μια δυνητική συνολική διευθέτηση κι ύστερα προτρέπει σε διάλογο για αυτά.
Συνεπώς, δεν πρέπει να είμαστε σε άρνηση για το τι μπορεί να συμβεί. Επίσης, ότι ενώ η Τουρκία γενικά προτάσσει τον πολιτικό χαρακτήρα των διμερών διαφορών, σπάνια αγνοεί το διεθνές δίκαιο, έστω κι αν η επίκλησή του είναι συχνά επιλεκτική. Ετσι, στα ζητήματα οριοθέτησης, π.χ., επικεντρώνεται στην εφαρμογή των κανόνων και τη διεθνή νομολογία, αντί του γράμματος του νόμου. Εχουμε συνήθως την πεποίθηση ότι το διεθνές δίκαιο είναι μόνο με το μέρος της Ελλάδας, είναι κυρίως στην πλευρά των ελληνικών επιχειρημάτων, αλλά όχι εξ ολοκλήρου ή αποκλειστικά. Η διεθνής νομολογία στον τομέα της οριοθέτησης δείχνει ότι τα διεθνή δικαστικά και διαιτητικά όργανα πάντοτε διαμοίρασαν τις διαφορές.
Δυστυχώς, η συσσώρευση προβλημάτων ήδη αποτελεί πραγματικότητα και έτσι το ενδεχόμενο διευθέτησης μόνο ορισμένων επιμέρους ζητημάτων (λ.χ. οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας) φαίνεται πλέον να ‘χει απομακρυνθεί και αντικατασταθεί από την προοπτική συνολικότερης λύσης-πακέτου περισσότερων θεμάτων. Αυτό, απαιτεί μεγαλύτερη ευελιξία, δημιουργικότητα και ίσως αμοιβαίες πραγματικές ή συναισθηματικές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Ομολογουμένως, τόσο στην ελληνική όσο και την τουρκική γλώσσα, ο συμβιβασμός έχει κυρίως αρνητική χροιά. Ομως, οι συμβιβασμοί, αν και δεν είναι πάντα εύκολοι, οδηγούν σε αμοιβαία οφέλη και ειρηνικότερο μέλλον.
Πάντως, πρέπει, έστω κι αργά, να εγκαταλείψουμε την άποψη πως ο χρόνος δουλεύει υπέρ ημών, καθώς αυτό δεν βρίσκει ιστορικά τεκμηρίωση, και να επικεντρωθούμε στον σχεδίασμά ενός ρεαλιστικού μοντέλου λύσης των προβλημάτων. Δεν είμαστε υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά της Τουρκίας, ούτε μπορούμε να κάνουμε πολλά για αυτήν ούτε και πρέπει να βασιζόμαστε στην αβέβαιη βοήθεια τρίτων. Μπορούμε όμως, για το δικό μας καλό, να κάνουμε κάτι για μας, αρχίζοντας απ’ την αποτίμηση των δεδομένων και των προοπτικών με πραγματισμό και να κάνουμε τη σούμα: Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης; Ποιο είναι το κόστος της διατήρησης του προβλήματος; Ποιο θα ήταν το όφελος από μια λύση, έστω κι αν απέχει, κάπως, απ’ την ιδεατή;
Αν η Κυβέρνηση σήμερα, ή και οποιαδήποτε κυβέρνηση, έχει την πολιτική βούληση, την τόλμη και το σθένος να δείξει πραγματισμό και να προχωρήσει στην κατεύθυνση της διευθέτησης διμερών διαφορών με ρεαλιστικές προσδοκίες, τότε όλοι οφείλουμε να τη στηρίξουμε και να τη διευκολύνουμε. Αν φαίνεται να χρειάζεται περισσότερη ώθηση και επιβεβαίωση, τότε οφείλουμε να την παροτρύνουμε και να την ενισχύσουμε στην προσπάθεια αυτή. Αληθινός πατριωτισμός, κατά την άποψή μου, είναι ο ρεαλισμός.
* Ο κ. Χάρης Τζήμητρας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου – διευθυντής Κυπριακού Κέντρου, Ινστιτούτο του Οσλο για την Ειρήνη (PRIO) – Senior Fellow, Atlantic Council, Ουάσιγκτον.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής