Οι ζυμώσεις για τον διάλογο Αθήνας-Άγκυρας και την προετοιμασία της επίσκεψης του Κυριάκου Μητσοτάκη στην τουρκική πρωτεύουσα πιθανότατα στα τέλη Ιανουαρίου συνεχίζονται. Μαζί συνεχίζονται και τα σκαμπανεβάσματα στο θερμόμετρο της έντασης ανάμεσα στις δύο πλευρές εξαιτίας της στάσης της τουρκικής πλευράς, ωστόσο ένα είναι βέβαιο: ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας διατηρούνται και πως υπάρχει διάχυτη η αίσθηση και στις δύο πλευρές του Αιγαίου ότι τούτο είναι σαφώς προτιμότερο από το να υπάρχει ένταση που μπορεί να οδηγήσει ανά πάσα στιγμή στο λεγόμενο «ατύχημα».

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Οι θέσεις και η στάση άλλωστε της ελληνικής πλευράς είναι αδιαπραγμάτευτες και αυτό εκφράζεται σε όλους τους τόνους και με κάθε ευκαιρία από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν έχουν τεθεί ούτε μπορούν ποτέ να τεθούν ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, αναφέρει στις δημόσιες τοποθετήσεις του ο πρωθυπουργός, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι το μόνο ζήτημα που τελεί υπό διαπραγμάτευση είναι μια οριστική συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες, ήτοι την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.

Στη διαπραγμάτευση αυτήν μάλιστα η Ελλάδα είναι που έχει με το μέρος της το Διεθνές Δίκαιο και τους κανόνες του, οι οποίοι ορίζουν από τη μία πλευρά πως και τα νησιά έχουν τη δική τους υφαλοκρηπίδα, ενώ από την άλλη πλευρά η Τουρκία είναι που δεν έχει αποδεχθεί έως σήμερα τις διεθνείς συνθήκες που ορίζουν τα παραπάνω. Συνεπώς, οποιαδήποτε συμφωνία περνά πρώτα μέσα από αυτήν την προϋπόθεση και τον σεβασμό αυτών των αρχών από την τουρκική πλευρά.

Αντικειμενικά ωστόσο το τελευταίο κάνει από μόνη της δύσκολη τη διαπραγμάτευση και εξαιρετικά αμφίβολη την οποιαδήποτε συμφωνία ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα – γεγονός που επίσης παραδέχθηκε σε πρόσφατες τοποθετήσεις του ο κ. Μητσοτάκης. Ωστόσο, σημαίνει τούτο ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει να κόψουν οποιονδήποτε δίαυλο επικοινωνίας; Σημαίνει άραγε ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να συμπεριφέρονται σαν να είναι στα πρόθυρα πολέμου; Σημαίνει εν τέλει ότι θα πρέπει να διαιωνιστεί αυτή η αντιπαλότητα που υπονομεύει οποιαδήποτε προσπάθεια, έστω, εξεύρεσης μιας λύσης; Η ιστορία έχει άλλωστε αποδείξει, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ότι οι περίοδοι της μεγαλύτερης έντασης στο Αιγαίο, τον Εβρο ή την Κύπρο ήταν αυτές που είχαν κλείσει τους δίαυλους επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Από τη στιγμή συνεπώς που ισχύει απολύτως η δέσμευση του πρωθυπουργού ότι δεν πρόκειται να μπουν σε διάλογο ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, προξενεί απορία και έκπληξη πώς ορισμένοι κύκλοι προβάλλουν ισχυρισμούς περί «μειοδοσίας» και άλλων τινών. Επιθυμούν ή επιδιώκουν άραγε την ένταση ή τη ρήξη στις σχέσεις Αθήνας-Αγκυρας; Τάσσονται κατά του οποιουδήποτε διαλόγου και συντάσσονται με τις θέσεις των εθνικιστών και των ακραίων της άλλης πλευράς που ονειρεύονται… να έρθουν «μια νύχτα ξαφνικά» στα νησιά μας ή την Αθήνα; Και πώς αγνοούν εν τέλει ότι μαζί με τις προσπάθειες για διάλογο και τις δεσμεύσεις πως θα μείνουν μακριά από το τραπέζι τα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας η κυβέρνηση ταυτόχρονα και συνειδητά έχει προχωρήσει στη θωράκιση των Ενόπλων Δυνάμεων και στην ενίσχυση της επιχειρησιακής τους επάρκειας, προκαλώντας μάλιστα εκνευρισμό γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στην Άγκυρα;

Στο όλο σκηνικό θα πρέπει να προστεθούν και οι ενέργειες που έχει κάνει –συνειδητά– η κυβέρνηση για την ενίσχυση των περιφερειακών συμμαχιών της χώρας. Διότι δεν είναι μόνο η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, αλλά το γεγονός ότι έχει προχωρήσει στην αναβάθμιση της εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ, καθιστώντας αυτομάτως την Ελλάδα ως τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο των Αμερικανών στην περιοχή – γεγονός που επίσης έχει προκαλέσει αντιδράσεις στην Άγκυρα, οι οποίες δεν μένουν πλέον μόνο στη δυσαρέσκεια της τουρκικής πλευράς για την προμήθεια των F35 από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Με άλλα λόγια, έχουν μπει με συντονισμένες ενέργειες της Αθήνας οι βάσεις για έναν ουσιαστικό διάλογο με την Άγκυρα, κατά τη διάρκεια του οποίου θα εξασφαλιστούν κατά το δυνατόν τα «ήρεμα νερά» και ταυτόχρονα δεν θα διακινδυνευθεί οτιδήποτε αφορά την εθνική κυριαρχία μας.