Στα 22 χρόνια που ο 69χρονος σήμερα Βλαντιμίρ Πούτιν καθορίζει τις πολιτικές της Ρωσίας και πρωταγωνιστεί στις διεθνείς εξελίξεις, έχει γνωριστεί και σε κάποιο βαθμό έχει συνεργαστεί με όλους τους Ελληνες πρωθυπουργούς, που μεσολάβησαν την ίδια περίοδο. Θυμάμαι σαν τώρα το υπομειδίαμά του όταν σε ανύποπτο χρόνο, το 2003, άκουγε τον τότε πρωθυπουργό και προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κωνσταντίνο Σημίτη να του κάνει αυστηρές «παρατηρήσεις» για το Τσετσενικό, στην πόλη όπου εκείνος γεννήθηκε, την Αγία Πετρούπολη, και πήρε –όπως ο ίδιος έχει δηλώσει– τα πρώτα μαθήματα ζωής ως «αλάνι» στους δρόμους της. Θυμάμαι και τα ευρέως γνωστά αρνητικά σχόλια για το ανούσιο της επίσκεψης και της σύντομης συζήτησης του Γιώργου Παπανδρέου με τον πρωθυπουργεύοντα τότε Πούτιν στις αρχές του 2010, λίγο πριν η Ελλάδα υπογράψει τις δανειακές συμβάσεις και ξεκινήσει η περίοδος των μνημονίων.
Πολύ πιο θετικά είχαν κινηθεί η γνωριμία και οι συναντήσεις του με τους Κώστα Καραμανλή και Αλέξη Τσίπρα, έστω κι αν ουδείς από τους μεγάλους και διακηρυγμένους στόχους δεν υλοποιήθηκε ποτέ και το πηλίκο έμεινε μηδενικό. Στην Ιστορία μάλλον θα μείνει και η θρυλούμενη φράση του Ρώσου ηγέτη: «Ρωτήσατε αν σας επιτρέπουν;», που μόνο με το γνωστό ειρωνικό υπομειδίαμα μπορούμε και πάλι να φανταστούμε ότι διατυπώθηκε…
Την παράδοση των πρόσφατων ελληνορωσικών σχέσεων να λέγονται κάθε φορά πολλά, αλλά πρακτικά να μην υλοποιείται τίποτε σημαντικό στο τέλος, θα επιχειρήσει να σπάσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντώντας στο Κρεμλίνο τον Βλαντιμίρ Πούτιν στις 8 Δεκεμβρίου. Κι αν είναι δύσκολο υπό τις παρούσες συνθήκες να συμφωνηθεί μια νέα συνεργασία ή να υλοποιηθεί κάποιο μεγάλο έργο, φαίνεται πως, τουλάχιστον, θα αποφευχθούν τα υπερφίαλα και ανούσια λόγια.
Οι απελάσεις του 2018
Στη Μόσχα αναγνωρίζεται ότι σε σημαντικό βαθμό η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας εφαρμόζουν την εκπεφρασμένη πρόθεσή τους για εξομάλυνση αρχικώς και εν συνεχεία αναθέρμανση των διμερών σχέσεων, που σημαδεύτηκαν το 2018 από τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών και τις –για πρώτη φορά σε βαθμό εμπάθειας– αντιρωσικές δηλώσεις των τότε αξιωματούχων του υπουργείου Εξωτερικών. Οι διαδοχικές συναντήσεις των ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια και Σεργκέι Λαβρόφ πέτυχαν την ομαλοποίηση των σχέσεων, αποτύπωση της οποίας ήταν το ταξίδι και οι συνομιλίες του Μιχαήλ Μισούστιν στην Αθήνα για τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου, όπως και η επικείμενη επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Μόσχα, η οποία θα είχε ήδη γίνει και μάλιστα πανηγυρικά, με παρακολούθηση της παρέλασης στις 9 Μαΐου 2020 στην Κόκκινη Πλατεία, για τα 75χρονα της νίκης επί των ναζί, αν δεν είχε αποδειχθεί σκληρός αντίπαλος για όλους η πανδημία του κορωνοϊού. Σε κάθε περίπτωση τα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821 γιορτάστηκαν και συνεχίζουν να γιορτάζονται στο πλαίσιο του κοινού Ετους Ιστορίας με ιδιαίτερη έμφαση στη Ρωσία, τη χώρα που φιλοξένησε και χάρισε αμύθητα πλούτη στην ελληνική ομογένεια, η οποία έπαιξε τον καθοριστικότερο ίσως ρόλο στα γεγονότα της ίδρυσης του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ενώ και ο Μ. Μισούστιν, με τους ιδιαίτερους δεσμούς και τις ήδη δύο επισκέψεις του στο Αγιον Ορος με την ιδιότητα του πρωθυπουργού της Ρωσίας, αποδεικνύεται ένας ευνοϊκός για την Ελλάδα συνομιλητής και καλός αγωγός μηνυμάτων στην ανώτατη ρωσική ηγεσία.
Στην πορεία της αναθέρμανσης των ελληνορωσικών σχέσεων στέκουν μια σειρά από «αγκάθια», με μικρότερο εξ αυτών την κατάρρευση του μεγαλύτερου ελληνορωσικού τουριστικού ομίλου Μουζενίδη μετά τον αδόκητο θάνατο του ιδρυτή του, που άφησε χρέη δεκάδων εκατομμυρίων και στις δύο χώρες. Η ρωσική πλευρά ζήτησε, με εντονότερο από το σύνηθες ύφος, κρατική κάλυψη μέρους των χρεών και η Αθήνα, όπως είναι φυσικό, διαφώνησε, όμως τα χρέη αναγκαστικά θα αναζητηθούν γιατί, ως γνωστόν, τα χρήματα δεν εξατμίζονται, αλλά αφήνουν ίχνη. Πολύ σοβαρότερα προβλήματα φαίνεται πως είναι η περιγραφόμενη στη Ρωσία ως «νατοϊκή στροφή» της Ελλάδας, καθώς ενόχληση μοιάζει να προκαλεί στη Μόσχα όχι μόνο η επέκταση των αμερικανικών υποδομών σε ελληνικό έδαφος και η εκτιμώμενη ένταξή τους στα διακηρυγμένα σχέδια «ανάσχεσης της Ρωσίας», αλλά και η αύξηση των νεο-ψυχροπολεμικών τόνων ρητορικής, όπως, για παράδειγμα, στην πρόσφατη ομιλία του υπουργού Εθνικής Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου στην Εσθονία.
Μπορεί η Αθήνα να απαντά ότι οι ενέργειές της δεν στρέφονται κατά της Ρωσίας, όμως είναι αμφίβολο ότι πείθει το Κρεμλίνο, γιατί την ίδια στιγμή τα ρωσοφοβικά δημοσιεύματα, που αντανακλούν εν μέρει και τον τρόπο που σκέφτεται η ελληνική ελίτ, αυξάνονται αριθμητικά και στον ελληνικό Τύπο τα τελευταία χρόνια, ενοχοποιώντας τη Μόσχα για την αυξανόμενη συνεργασία της με την Τουρκία και προκρίνοντας ως μόνη εναλλακτική λύση την αύξηση της συνεργασίας της Ελλάδας με ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, σε μια στιγμή που οι σχέσεις της Ρωσίας με τη «συλλογική Δύση», όπως πλέον αποκαλείται από τους Ρώσους αξιωματούχους, να βρίσκονται στο ιστορικό ναδίρ τους.
Στο αρνητικό κλίμα των τελευταίων ετών συνέβαλε (και συνεχίζει) το λεγόμενο Ουκρανικό αυτοκέφαλο και ειδικότερα το γεγονός ότι όχι μόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ενεπλάκη σε έναν εμφύλιο εντός μιας άλλης Εκκλησίας παίρνοντας το μέρος μιας (της μειοψηφικής και φιλοδυτικής) από τις πτέρυγές της, αλλά ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, που χρηματοδοτείται από το ελληνικό κράτος, όπως και τα άλλα ελληνόφωνα Πατριαρχεία, έσπευσαν να καταπατήσουν προηγούμενες υποσχέσεις ουδετερότητας και να ταυτιστούν με την ίδια πλευρά, η στήριξη της οποίας έχει πλέον αναχθεί σε έναν από τους κεντρικούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Παρά την πρωτοφανή ένταση και αντιπαλότητα στις σχέσεις Ρωσίας – Δύσης, με «διαλείμματα συνεννόησης», όπως η συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν, διατηρούνται αμέτρητες ευκαιρίες και τομείς ανάπτυξης των ελληνορωσικών σχέσεων και αυτούς ελπίζει (και) η Μόσχα ότι θα πετύχει να ενθαρρύνει το επικείμενο πρώτο ταξίδι στη Ρωσία του κ. Μητσοτάκη υπό την ιδιότητα του πρωθυπουργού.
Φωτιές, τουρισμός, εμβόλια
Ενας από τους τομείς που ξεχώρισε, παρά το δυσάρεστο της αφορμής, ήταν ο καθοριστικός ρόλος των ρωσικών πυροσβεστικών αεροσκαφών στις πυρκαγιές του καλοκαιριού. Ολοι, και πάνω απ’ όλους οι αρμόδιοι επιτελείς, δείχνουν να κατανοούν ότι η οικολογική και κοινωνική καταστροφή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν δεν είχαν ενταχθεί στη μάχη εξαρχής τα ρωσικά εναέρια μέσα και δεν είχε ενισχυθεί το ρωσικό πυροσβεστικό σμήνος μετά το τηλεφωνικό αίτημα βοηθείας του κ. Μητσοτάκη προς τον κ. Πούτιν. Επομένως, δεν θα ήταν έκπληξη εάν κάποια από τις πέντε-έξι προετοιμαζόμενες συμφωνίες αφορά και την πυροσβεστική συνεργασία, αν όχι την πολυσυζητημένη αγορά από την Ελλάδα και ρωσικών πυροσβεστικών αεροσκαφών. Σταθερή, παρά τις παλινωδίες, αξία παραμένει για τη Ρωσία ο ελληνικός τουρισμός και οι επενδύσεις σ’ αυτόν, η ανάπτυξη των οποίων απαιτεί και πολιτική προώθηση και βελτίωση του γενικότερου διμερούς κλίματος, αλλά και επέκταση της σοφής, όπως αποδείχθηκε, ελληνικής πολιτικής να αναγνωρίζει όλα τα υπαρκτά εμβόλια για τον κορωνοϊό ως ισότιμα, ανεξαρτήτως χώρας παρασκευής τους, επομένως να αναγνωρίζει και το ρωσικό Sputnik, με το οποίο μεταξύ άλλων έχει εμβολιαστεί και όλο σχεδόν το διπλωματικό προσωπικό της Ελλάδας, όπως και οι Ελληνες που εργάζονται στη Ρωσία.
Του Θανάση Αυγερινού από την Καθημερινή