Υπήρξαν σίγουρα πολλές ενέργειες και αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις σε μεγάλη μερίδα των πολιτών. Μία από αυτές, η οποία πραγματικά εξόργισε τη μεγάλη πλειοψηφία των επιστημόνων και των ελευθέρων επαγγελματιών, ήταν η πρακτική του διορισμού συγγενών και φίλων σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων και ειδικών συμβούλων.
Ιωάννης Α. Γκιτσάκης (*)
Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς, καλά η πρώτη φορά είναι; Οι άλλες κυβερνήσεις δεν έκαναν τα ίδια; Πράγματι, η αλήθεια είναι πως την κακή αυτή πρακτική τη συναντήσαμε και στο παρελθόν. Δεν είναι κάτι καινούριο ούτε κάτι πρωτόγνωρο. Πλην, όμως, υπάρχει μία ποιοτική διαφορά: Οι προηγούμενες κυβερνήσεις διόριζαν μεν ενίοτε φιλικά πρόσωπα ή κομματικά μέλη σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, πλην, όμως, οι διοριζόμενοι συνήθως υπερκάλυπταν τα απαραίτητα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της θέσης στην οποία διορίζονταν. Είχαν, δηλαδή, τα απαιτούμενα μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα ή την απαραίτητη εργασιακή εμπειρία που απαιτούσε η θέση στην οποία διορίζονταν.
Κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης βιώσαμε το πρωτόγνωρο -σε τέτοιο βαθμό- φαινόμενο του διορισμού σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, προσώπων χωρίς κανένα απολύτως τυπικό και ουσιαστικό προσόν, με μοναδικό κριτήριο διορισμού τη συγγένεια, τους φιλικούς δεσμούς ή την κομματική τους ιδιότητα. Αυτό ακριβώς ήταν που εξόργισε και τη μεγάλη πλειοψηφία της δοκιμαζόμενης κατά την ίδια περίοδο μεσαίας τάξης, η οποία φορολογήθηκε άγρια, προκειμένου να καταβάλλεται -μεταξύ άλλων- και η μισθοδοσία των παραπάνω προσώπων.
Επρόκειτο, κατά τη γνώμη μου, για τη μεγαλύτερη περιφρόνηση και απαξίωση των συνταγματικά αναγνωρισμένων αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας και, ειδικότερα, της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.), της διαφάνειας αναφορικά με τη διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα (άρθρο 103 παρ. 7 Συντ.), καθώς και της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ). Αυτό ήταν και το γεγονός που με ώθησε στην αναζήτηση μίας νομικής μεθόδου, για την αποκατάσταση, αφενός των προαναφερθέντων συνταγματικών αρχών και αφετέρου, της αντίστοιχης οικονομικής ζημίας που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο από την αλόγιστη εφαρμογή των ως άνω κάκιστων πρακτικών. Η νομική αυτή μέθοδος συνίσταται στη νομοθετική πρόβλεψη ενός μηχανισμού κατασταλτικού ελέγχου του έργου όλων των μετακλητών υπαλλήλων της προηγούμενης κυβέρνησης, ο οποίος μάλιστα μπορεί να θεσπιστεί και ως μόνιμος μηχανισμός ελέγχου αντίστοιχων περιπτώσεων. Ειδικότερα:
Η έννοια του κατασταλτικού ελέγχου δεν είναι άγνωστη στο δημόσιο λογιστικό. Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει διάφορες περιπτώσεις κατασταλτικού ελέγχου, ο οποίος διενεργείται συνήθως από τα αρμόδια όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.). Κατά συνέπεια υπάρχουν και τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα και η απαιτούμενη ελεγκτική εμπειρία.
Το επόμενο ζήτημα που ανακύπτει είναι το αν υπάρχει αντικείμενο ελέγχου. Αν υφίσταται δηλαδή κάποια αντικειμενική μέθοδος για να ελεγχθεί το έργο των συγκεκριμένων μετακλητών υπαλλήλων, κατά τρόπο που να μην αφήνει υπόνοιες υποκειμενικότητας και ρεβανσισμού. Η απάντηση είναι πως υπάρχει. Πράγματι, κάθε θέση μετακλητού υπαλλήλου ή ειδικού συμβούλου έχει και ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο περιγράφεται είτε στον Οργανισμό του κρατικού φορέα στον οποίο γίνεται ο διορισμός είτε στο ΦΕΚ του διορισμού. Εκεί προβλέπονται τα ειδικότερα καθήκοντα, τα οποία ανατίθενται σε κάθε μετακλητό υπάλληλο, περιγράφεται δηλαδή το έργο το οποίο καλείται αυτός να παράξει. Έτσι, για παράδειγμα, το Γραφείο Στρατηγικού Σχεδιασμού της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού, έχει ως αντικείμενο την «επεξεργασία και υποβολή προτάσεων για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της κυβερνητικής πολιτικής, για την πολιτική επικοινωνία και το σχεδιασμό της επικοινωνιακής διαχείρισης του κυβερνητικού έργου και για τη διαμόρφωση του προγράμματος του Πρωθυπουργού, καθώς και τη μελέτη και ανάλυση της πορείας υλοποίησης των κυβερνητικών πολιτικών, σε συνεργασία με τα αρμόδια Υπουργεία». Έτσι, λοιπόν, ο διοριζόμενος ως ειδικός σύμβουλος στο Γραφείο Στρατηγικού Σχεδιασμού θα πρέπει να επεξεργάζεται και να υποβάλει προτάσεις για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, καθώς και μελέτες και αναλύσεις για την πορεία υλοποίησής τους. Κατά συνέπεια, στα αρχεία του Γραφείου Στρατηγικού σχεδιασμού θα πρέπει να υφίστανται σχετικές υποβληθείσες προτάσεις, μελέτες και αναλύσεις του διορισθέντα ειδικού συμβούλου, με την ημερομηνία κατάθεσής τους και την υπογραφή του.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να αναθέσει στη νεοσύστατη με το ν. 4622/2019 Εθνική Αρχή Διαφάνειας ή σε ένα μικτό ελεγκτικό κλιμάκιο αποτελούμενο από μέλη της Αρχής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον έλεγχο του έργου των μετακλητών υπαλλήλων της προηγούμενης κυβέρνησης, όπως περιγράφηκε αμέσως παραπάνω. Εάν το ελεγκτικό κλιμάκιο διαπιστώσει την ύπαρξη συγκεκριμένου έργου που ανταποκρίνεται στο αντικείμενο και στα καθήκοντα της θέσης του ελεγχόμενου προσώπου, τότε ο έλεγχος θα τελειώνει εκεί. Εάν όμως το ελεγκτικό κλιμάκιο διαπιστώσει, ότι συγκεκριμένος μετακλητός υπάλληλος δεν έχει υποβάλει προτάσεις, μελέτες, αναλύσεις, εργασίες, γνωμοδοτήσεις κλπ. που να ανταποκρίνονται στο αντικείμενο της θέσης και του μισθού του, τότε θα προχωρά σε δημόσιο καταλογισμό σε βάρος του προσώπου αυτού. Συγκεκριμένα, θα μπορεί να περιορίζει αναδρομικά το μισθό του ελεγχόμενου προσώπου, στο ύψος του κατώτατου μισθού του νεοπροσλαμβανόμενου υπαλλήλου στο Δημόσιο και να καταλογίζει σε βάρος του το υπερβάλλον ποσό. Το ποσό αυτό, είτε θα καταβάλλεται αυτοβούλως, είτε θα εισπράττεται κατά τις διαδικασίες του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Βεβαίως, το ελεγχόμενο πρόσωπο σε βάρος του οποίου γίνεται ο καταλογισμός θα έχει τη δυνατότητα να προσφύγει δικαστικά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, προκειμένου να προβάλει τους ισχυρισμούς του.
Η παραπάνω πρόταση και νομική διαδικασία δεν συνιστά προϊόν ρεβανσιστικής διάθεσης. Είναι μία πρόταση, η οποία αφενός θα ικανοποιήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αποκαθιστώντας στα μάτια του Ελληνικού λαού τις πληγείσες συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας και αφετέρου, θα θέσει τις βάσεις για την αποτροπή ανάλογων φαινομένων στο μέλλον. Πράγματι, εάν μία κυβέρνηση γνωρίζει, ότι οι τυχόν αναξιοκρατικοί διορισμοί μετακλητών υπαλλήλων και ειδικών συμβούλων θα ελεγχθούν από την επόμενη κυβέρνηση, τότε δύσκολα θα προχωρήσει σε τέτοιους διορισμούς. Αντίστοιχα και οι διορισθέντες σε τέτοιες θέσεις, δύσκολα θα αποδεχθούν αναξιοκρατικούς διορισμούς, εάν γνωρίζουν πως υφίσταται μελλοντικά κίνδυνος δημόσιου καταλογισμού σε βάρος τους.
Κατά συνέπεια, η νομική μέθοδος υφίσταται και μάλιστα είναι απολύτως αντικειμενική, μετρήσιμη και επαληθεύσιμη. Απομένει να αποδειχθεί εάν υφίσταται και η αντίστοιχη πολιτική βούληση για την υλοποίησή της. Αν ο νέος πρωθυπουργός προχωρήσει στην υλοποίησή της, τότε είναι βέβαιο ότι το όνομά του θα μείνει στην ιστορία, ως αυτού που έθεσε τις βάσεις για την εξάλειψη ενός από τα νοσηρότερα φαινόμενα της Ελληνικής πολιτικής ζωής.
Δρ. Ιωάννης Α. Γκιτσάκης
Δικηγόρος
Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου
Twitter @gitsakis