Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν προσπάθησε χθες, Πέμπτη, να καθησυχάσει τους κατοίκους μιας πόλης στο Οχάιο μετά τον εκτροχιασμό τρένου που μετέφερε επικίνδυνες χημικές ουσίες, την ώρα που οι πολίτες, ολοένα και πιο ανήσυχοι, απαιτούν απαντήσεις.

«Θέλω οι κάτοικοι να γνωρίζουν ότι δεν θα διαχειριστούν αυτή την υπόθεση μόνοι τους (…) Θα είμαστε εδώ για να τους βοηθήσουμε», δήλωσε ο επικεφαλής της Αμερικανικής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) Μάικλ Ρίγκαν από την πόλη Ιστ Πάλεσταϊν, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.

Ο Ρίγκαν διαβεβαίωσε ότι κανένα ίχνος χλωριούχου βινυλίου, ή χλωριούχου υδρογόνου δεν έχει εντοπιστεί μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε σε περισσότερα από 480 σπίτια και ότι το νερό ελέγχθηκε και επανελέγχθηκε «για να διασφαλιστεί ότι οι κάτοικοι θα είναι προστατευμένοι».

«Θα ρίξουμε άπλετο φως» σε αυτό που συνέβη, διαβεβαίωσε από την πλευρά της και η Καρίν Ζαν-Πιέρ εκπρόσωπος του Μπάιντεν. Και «η Norfolk Southern θα λογοδοτήσει», πρόσθεσε αναφερόμενη στην εταιρεία στην οποία ανήκε το τρένο που εκτροχιάστηκε.

Ο Ρίγκαν σημείωσε ωστόσο ότι κατανοεί «την έλλειψη εμπιστοσύνης» πολλών κατοίκων του Ιστ Πάλεσταϊν και πρόσθεσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεσμεύεται να είναι «πολύ διαφανής».
Στις 3 Φεβρουαρίου μετά τον εκτροχιασμό του τρένου προκλήθηκε τεράστια πυρκαγιά, ενώ πολλές χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Το τρένο μετέφερε μεταξύ άλλων χλωριούχο βινύλιο, ένα καρκινογόνο χημικό προϊόν που είναι ιδιαίτερα εύφλεκτο και χρησιμοποιείται στην παρασκευή πλαστικού.

Οι σιδηροδρομικές αρχές στη συνέχεια διαβεβαίωσαν ότι απέρριψαν «με ελεγχόμενο τρόπο» το χλωριούχο βινύλιο προκειμένου «να αποφευχθεί πιθανή έκρηξη», σύμφωνα με το γραφείο του κυβερνήτη του Οχάιο, με αποτέλεσμα όμως να απελευθερωθούν τοξικές αναθυμιάσεις στον αέρα.

Έκτοτε έχει ξεκινήσει έρευνα για τα αίτια του ατυχήματος, με την υπόθεση να λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς αυξάνεται η ανησυχία των κατοίκων του Ιστ Πάλεσταϊν.

 

 

«Ανάγκη βοήθειας»
Κάποιοι κάτοικοι δήλωσαν στα μέσα ότι εμφανίζουν διάφορα συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, και φοβούνται ότι σε μερικά χρόνια θα εμφανίσουν καρκίνο. Εξάλλου περίπου 3.500 ψάρια πέθαναν στη γύρω περιοχή, σύμφωνα με την τοπική υπηρεσία φυσικών πόρων.
Με βάση τους ελέγχους οι αρχές ανακοίνωσαν ότι ο αέρας είναι «ασφαλής» και ότι δεν έχει εντοπιστεί καμία επικίνδυνη ουσία στο νερό. Ωστόσο συνέστησαν στους ανθρώπους, που χρησιμοποιούν νερό από ιδιωτικά πηγάδια, να το ελέγξουν και να συνεχίσουν να πίνουν εμφιαλωμένο νερό μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα.
Στις 8 Φεβρουαρίου, οι αρχές είχαν ανακοινώσει ότι οι κάτοικοι που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, μπορούσαν να επιστρέψουν «με ασφάλεια». Όμως αυτοί παραμένουν πολύ επιφυλακτικοί.
Μία κάτοικος δήλωσε στο τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο WKYC ότι οι κάτοικοι που μένουν κατά μήκος του ποταμού είναι «δύσπιστοι, τρελαμένοι και ανήσυχοι».
Μία άλλη επεσήμανε ότι «φοβάται». «Φοβάμαι για την οικογένειά μου, φοβάμαι για την πόλη μου», είπε η Κέλι Φέλτζερ στο CNN.
«Αν η EPA μου πει ότι η ποιότητα του αέρα μου είναι ασφαλής κα ότι το νερό ελέγχθηκε και είναι πόσιμο, τότε θα εμπιστευθώ τα στοιχεία αυτά», τόνισε ο Μάικλ Ρίγκαν.
Την Τετάρτη το βράδυ, στη διάρκεια συνάντησης με τον δήμαρχο και άλλους αξιωματούχους σε σχολείο του Ιστ Πάλεσταϊν, οι κάτοικοι εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους για τους ελέγχους που έχουν διενεργηθεί και απαίτησαν απαντήσεις.
Η Norfolk Southern δεν συμμετείχε και επέλεξε να μην στείλει αντιπροσώπους στη συνάντηση αυτή, επισημαίνοντας σε ανακοίνωσή της ότι φοβάται ότι θα ασκούνταν «σωματική» βία εναντίον των εργαζόμενών της.
Εμφανώς οργισμένος, αλλά και κουρασμένος, ο Τρεν Κόναγουεϊ, δήμαρχος του Ιστ Πάλεσταϊν, δήλωσε ότι θα κάνει «ό,τι χρειάζεται να για διευθετηθούν τα πράγματα» και δεσμεύθηκε ότι η σιδηροδρομική εταιρεία θα λογοδοτήσει.