Στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει λάβει τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτύχει τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που συνεχίζουν να δημιουργούνται από την πανδημία, καταλήγει η 13η έκθεση των ευρωπαϊκών θεσμών, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
«Οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις σε διάφορους τομείς, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, την ολοκλήρωση της διοικητικής αναδιοργάνωσης του Ενιαίου Ταμείου Συντάξεων και την απλούστευση της αδειοδότησης επενδύσεων στους συμφωνηθέντες τομείς», επισημαίνει η έκθεση. Η Ελλάδα προχώρησε επίσης σε ευρύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στον τομέα της ψηφιοποίησης, και ξεκίνησε την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση των ελληνικών αρχών σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου χρειάζεται, να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων που προκαλούνται εν μέρει από την πανδημία. Καθυστερήσεις που παρατηρούνται σε μεταρρυθμίσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, την πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη δικαιοσύνη, καθώς και στους συμφωνημένους στόχους για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: Η έκθεση επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία διατήρησε την αναπτυξιακή της δυναμική το τρίτο τρίμηνο του 2021 (ανάπτυξη 2,7%), η οποία μεταξύ άλλων υποστηρίχθηκε από τη γρήγορη ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων. Η πρόσφατη εμφάνιση της παραλλαγής Omicron και η σχετική όξυνση των περιοριστικών μέτρων το Δεκέμβριο του 2021, αναμένεται να έχουν επηρεάσει την ανάπτυξη το τελευταίο τρίμηνο του 2021, αλλά αυτός ο αντίκτυπος αναμένεται να εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022. Το πραγματικό ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 8,5% το 2021, με την οικονομία να φτάνει στο επίπεδο δραστηριότητας πριν από την πανδημία ήδη το τρίτο τρίμηνο του 2021.
Η ανάπτυξη το 2022 προβλέπεται να έχει εγχώρια κίνητρα, υποστηριζόμενη από την τόνωση από την υλοποίηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το εξωτερικό περιβάλλον προβλέπεται να παραμείνει υποστηρικτικό, καθώς ο τουρισμός αναμένεται να ανακτήσει σημαντικό μέρος των απωλειών του κατά την πανδημία, ενώ οι εξαγωγές αγαθών πρόκειται να επεκτείνουν τις ισχυρές επιδόσεις τους από πέρυσι. Για το σύνολο του έτους, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα φτάσει το 4,9% το 2022.
Το τρίτο τρίμηνο του 2021, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 4,9%, έναντι 1,9% το δεύτερο τρίμηνο. Ενώ η απασχόληση έχει φτάσει σχεδόν στα προ-πανδημικά επίπεδα, οι απώλειες στο ενεργό εργατικό δυναμικό που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί πλήρως. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναμένεται να ανακάμψει ισχυρά το 2021 και να συνεχίσει να αυξάνεται το 2022.
Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οδήγησε την αισθητή αύξηση του πληθωρισμού κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, αλλά αυτές οι πιέσεις αναμένεται να αμβλυνθούν αργότερα το 2022 καθώς οι διεθνείς τιμές μετριάζονται . Η Επιτροπή αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα κορυφωθεί το 2022, φθάνοντας στο 3,1%.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: Η φθινοπωρινή πρόβλεψη της Επιτροπής προέβλεπε πρωτογενές έλλειμμα (όπως παρακολουθείται υπό ενισχυμένη εποπτεία) 7,6% του ΑΕΠ για το 2021 και 1,2% του ΑΕΠ για το 2022 και πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2023. Όσον αφορά τις εξελίξεις στο από την πλευρά των δαπανών το 2021, η εφαρμογή ορισμένων από τα μέτρα στήριξης έκτακτης ανάγκης ήταν πιο σταδιακή από ό,τι αναμενόταν στις φθινοπωρινές προβλέψεις και έτσι οι πληρωμές αξίας περίπου 0,1% του ΑΕΠ μεταφέρθηκαν από το 2021 στο 2022. Επιπλέον, ορισμένα μέτρα είχαν χαμηλότερο δημοσιονομικό κόστος από αναμενόμενο, μειώνοντας το συνολικό κόστος των μέτρων το 2021 κατά άλλο 0,1% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, τα κρατικά έσοδα το 2021 ήταν υψηλότερα από τα αναμενόμενα στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής κατά σχεδόν 1,2% του ΑΕΠ.
Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν υψηλοί. Η αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας παραμένει ο κύριος βραχυπρόθεσμος παράγοντας κινδύνου.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΧΡΕΟΥΣ: Η επικαιροποιημένη ανάλυση δείχνει ότι οι κίνδυνοι παρέμειναν αμετάβλητοι σε σύγκριση με τη 12η έκθεση, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν συγκρατημένοι, ενώ οι κίνδυνοι είναι πιο σημαντικοί μακροπρόθεσμα στα εναλλακτικά σενάρια. Στο βασικό σενάριο, το χρέος μειώνεται από 203% του ΑΕΠ το 2021 σε περίπου 55% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Στο σενάριο του υψηλότερου κινδύνου, το χρέος μειώνεται στο 90% του ΑΕΠ έως το 2060 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κυμαίνονται γύρω στο 18% του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 2030.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: Διαπιστώνεται ότι οι ελληνικές αρχές ολοκλήρωσαν με επιτυχία συγκεκριμένες δεσμεύσεις στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, στην απλοποίηση της αδειοδότησης επενδύσεων στους συμφωνηθέντες τομείς και στον τομέα των μεταρρυθμίσεων της κοινωνικής πρόνοιας. «Οι αρχές ολοκλήρωσαν τη διοικητική αναδιοργάνωση του Ενιαίου Ταμείου Συντάξεων, μετά τη σύσταση και τη λειτουργία όλων των απαιτούμενων τοπικών γραφείων, ενώ σημειώνουν σταθερή πρόοδο στη βελτίωση της υποδομής πληροφορικής του. Η μεταρρύθμιση ολοκληρώνει τις προσπάθειες για την εδραίωση του προηγουμένως κατακερματισμένου συνταξιοδοτικού συστήματος, ενώ προχωρά προς την πλήρη ψηφιοποίηση των δεδομένων του συνταξιοδοτικού συστήματος: αποτελεί επομένως ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος», τονίζει η έκθεση.
Επιπλέον, ικανοποιητικά έχει προχωρήσει, μεταξύ άλλων, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στον τομέα της διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών και στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα και η μεταρρύθμιση της φορολογίας του ΕΝΦΙΑ.
Ωστόσο, καθυστερήσεις σημειώθηκαν σε ορισμένες συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Μεταξύ άλλων, το νέο σύστημα είσπραξης πληροφορικής για την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και η μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Τέλος, σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τον τραπεζικό τομέα, η έκθεση αναφέρει ότι η μείωσή τους συνεχίστηκε κυρίως μέσω του σχήματος Hercules, αλλά παραμένουν ευάλωτα καθώς συνεχίζονται οι καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και μέχρι στιγμής με περιορισμένο ρυθμό. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε στο 15% σε ατομική βάση τον Σεπτέμβριο του 2021, έχοντας υποχωρήσει σημαντικά από 30,1% στο τέλος του 2020 και 40,6% στο τέλος του 2019, αλλά παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ.