«Συσσώρευση χρέους», «νέα επιβάρυνση χρέους», «διογκώνεται το βουνό του χρέους» και άλλα συναφή γράφονται κάθε τόσο στις γερμανικές εφημερίδες. Η περιβόητη German Angst, η «γερμανική φοβία» που είχε παραλύσει τη χώρα στην περίοδο του μεσοπολέμου, φαίνεται να επιστρέφει, με επίκαιρη αφορμή την τελευταία απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που αναθεωρεί τη λογική κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού και προκαλεί μία «μαύρη τρύπα» 17 δισεκατομμυρίων ευρώ μόνο για το 2024. Είναι δικαιολογημένοι, άραγε, οι φόβοι;
Εκτός συνόρων λίγοι συμμερίζονται τη διάχυτη ανησυχία. «Η Γερμανία μπορεί να έχει πολλά προβλήματα, αλλά τα χρέη δεν περιλαμβάνονται σε αυτά» γράφει το βρετανικό περιοδικό Economist. Το δίλημμα παραμένει: Νέος δανεισμός ή δραστικές περικοπές;
Πότε γίνεται επικίνδυνο το χρέος;
Η απάντηση είναι απλή: το χρέος γίνεται επικίνδυνο όταν το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους είναι υπερβολικά υψηλό. Αλλά πότε συμβαίνει αυτό; Το χρέος σε απόλυτα ποσά είναι ίσως ένα κριτήριο, αλλά σίγουρα όχι το πιο σημαντικό κριτήριο. «Αν εστιάσουμε μόνο σε απόλυτα μεγέθη είναι σαν να αγνοούμε το μέγεθος της οικονομίας και τη σχέση του χρέους με τους δείκτες ανάπτυξης της οικονομίας», τονίζει ο Κρίστιαν Έστερς, διευθυντής του τμήματος για την αξιολόγηση κρατών στον οίκο Standard & Poors (S&P). Πρόκειται για τον μεγαλύτερο οίκο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παγκοσμίως, μαζί με τη Moody's και την Fitch.
Οι εκτιμήσεις του Κρίστιαν Έστερς και της ομάδας του, τα αποκαλούμενα «ratings», μπορούν να επηρεάσουν την οικονομία ολόκληρων χωρών, συμπαρασύροντας προς τα άνω ή προς τα κάτω το κόστος για την αναχρηματοδότηση κρατικού χρέους. Όσο χειρότερα είναι τα ratings, τόσο πιο ακριβός γίνεται ο νέος δανεισμός για τους ενδιαφερόμενους.
Για την S&P ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο είναι ο λόγος του χρέους (σε απόλυτο μέγεθος) προς το συνολικό μέγεθος της οικονομίας. Από αυτή την άποψη η Γερμανία κυμαίνεται σε εξαιρετικά ικανοποιητικά επίπεδα, καθώς το χρέος της δεν ξεπερνά το 66% του ΑΕΠ, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑή της Ιαπωνίας.
Χρέη τρισεκατομμυρίων
Στη δημόσια συζήτηση ένα άλλο κριτήριο είναι το ποσό που αποκαλείται στη Γερμανία «συνολικό δημόσιο χρέος» και περιλαμβάνει συν τοις άλλοις την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και κάθε είδους «σκιώδεις προϋπολογισμούς». Σε μία προσπάθεια να οπτικοποιήσει το χρέος ο Γερμανικός Σύνδεσμος Φορολογουμένων εστιάζει σε αυτό το ποσό, το οποίο σήμερα υπερβαίνει τα 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ, αυξάνεται διαρκώς από το 1950 και απεικονίζεται ψηφιακά στο αποκαλούμενο «Ρολόι του Χρέους», που έχει γίνει τουριστικό αξιοθέατο στο Βερολίνο.
Με αυτό το κριτήριο η Γερμανία βρίσκεται στην τρίτη θέση των πλέον υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης. Προηγούνται μόνο η Γαλλία και η Ιταλία. Αλλά για τον Κρίστιαν Έστερς δεν είναι ούτε αυτό το βασικό κριτήριο. Όπως δεν είναι και το κατά κεφαλήν χρέος, γιατί ουσιαστικά παραμορφώνει τις στατιστικές καταγραφές, εμφανίζοντας τη Γερμανία (με 31.000 ευρώ χρέος ανά κεφαλή) και άλλες χώρες του Βορρά να έχουν χρεωθεί περισσότερο σε σχέση με τον Παγκόσμιο Νότο. «Όταν συγκρίνεις τις πλούσιες με τις φτωχές χώρες, καταλήγεις συνήθως σε παραπλανητικά συμπεράσματα», λέει ο Έστερς.
Οι «κρυφοί» παράγοντες χρέους
Ο Γερμανός αναλυτής αναφέρει ότι «υπάρχει μία σειρά άλλων παραμέτρων που έχουν σημασία για την αξιολόγηση», όπως είναι το ύψος των επιτοκίων που προβλέπει ο προϋπολογισμός για την εξυπηρέτηση του χρέους, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από το ύψος του πληθωρισμού. Στη Γερμανία ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά διατηρείται σε ανεκτά επίπεδα σε σχέση με τη δεκαετία του '80 ή του '90. Όμως «είναι ένα σημαντικό κριτήριο για τα ratings», λέει ο Κρίστιαν Έστρες, καθώς «μπορεί να μειώσει την αγοραστική δύναμη και να υποσκάψει την ανταγωνιστική ικανότητα της οικονομίας».
Υπάρχει όμως και το κριτήριο της πολιτικής σταθερότητας. «Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν εξαρτώνται τα πάντα από δημοσιονομικές παραμέτρους», λέει ο Κρίστιαν Έστρες. «Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πόσο σημαντική είναι μία προβλεψιμότητα των πολιτικών εξελίξεων. Η αδυναμία των θεσμών από μόνη της μπορεί να επιτείνει μία κρίση χρέους».
Παρά τα γιγαντιαία χρέη που έχουν συσσωρευθεί τα τελευταία χρόνια λόγω πανδημίας και Ουκρανίας, για το 2023 η S&P προχώρησε σε περισσότερες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, παρά σε αναθεωρήσεις επί τα χείρω. Ωστόσο, η εικόνα αναμένεται να αλλάξει στα επόμενα χρόνια. «Εκτιμούμε ότι θα γίνουν περισσότερες υποβαθμίσεις, παρά αναβαθμίσεις», λέει ο αναλυτής της S&P. Για τη Γερμανία, πάντως, οι προβλέψεις του είναι μάλλον θετικές, παρά το αυξανόμενο χρέος σε απόλυτα μεγέθη.
Πηγή: Deutsche Welle