Εύσημα στις ελληνικές αρχές και στον ελληνικό λαό για τον αποτελεσματικό τρόπο που αντιμετώπισαν την πανδημία του κορωνοϊού δίνει μέσω συνέντευξής της στην «Καθημερινή» η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Χαιρετίζει την έγκαιρη λήψη μέτρων και τα χαμηλά ποσοστά κρουσμάτων και θανάτων, αλλά ταυτόχρονα προβλέπει ότι η Ελλάδα θα είναι από τις χώρες της Ευρωζώνης που θα υποστούν τις σημαντικότερες ζημίες λόγω της εξάρτησής της από τον τουρισμό και τη ναυτιλία, και θα έχει ύφεση 11,7% το 2020.
Για το 2021 και το 2022 το Ταμείο προβλέπει ανάπτυξη 5% ετησίως, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοσθούν οι σωστές πολιτικές ώστε να αποφευχθεί μια μόνιμη ζημία στην οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό, η κ. Γκεοργκίεβα τονίζει ότι οι προτάσεις της επιτροπής υπό τον νομπελίστα οικονομολόγο Χριστόφορο Πισσαρίδη, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας μέσω της ψηφιοποίησης, της καινοτομίας και της επένδυσης στην πράσινη οικονομία, όπως και τη στοχευμένη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τονίζει την ανάγκη οι μεταρρυθμίσεις το επόμενο διάστημα να στοχεύουν στην κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης και της ιατρικής περίθαλψης για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Χαρακτηρίζει τη βαθιά κρίση που βίωσε η Ελλάδα την περίοδο 2010-18 «τραυματική», αλλά σημειώνει ότι η χώρα βγήκε από αυτή με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, μειούμενα ποσοστά ανεργίας, καλύτερη οικονομική διαχείριση, με βελτιωμένη εικόνα για τους επενδυτές, και μια δυναμική εξυγίανσης του τραπεζικού τομέα.
Στην πρώτη αντίδραση του ΔΝΤ στην πρόσφατη συμφωνία της Ε.Ε., η επικεφαλής του Ταμείου την περιγράφει ως «ένα τολμηρό και αναγκαίο βήμα» αλλά και ως μια «ιστορική έκφραση αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της Ε.Ε.», υπογραμμίζοντας ότι θα προσφέρει μια σημαντική μακροοικονομική ενίσχυση stimulus που θα βοηθήσει να επιστρέψουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες στις ράγες της ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά την παγκόσμια οικονομία, η επικεφαλής του ΔΝΤ χαιρετίζει τις μέχρι τώρα παρεμβάσεις των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών συνολικού ύψους 17 τρισ. δολαρίων και προειδοποιεί ότι μια πρώιμη απόσυρση αυτής της χρηματοδοτικής υποστήριξης θα μπορούσε να εκτροχιάσει την ανάκαμψη και να προκαλέσει μεγαλύτερες ζημίες.