Με τα στοιχεία της δημοσκόπησης Pulse να επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ αλλά και τις μικρές απώλειες που σημειώνονται να μην τις καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε και ο Αλέξης Τσίπρας η απάντηση στην ερώτηση αναφορικά με το αν οι πολίτες επιθυμούν κυβερνήσεις συνεργασίας έρχεται να δείξει πως και αυτό το αφήγημα δεν βρίσκει ανταπόκριση. Μεγάλη παραμένει η διαφορά στην παράσταση νίκης, προβληματισμός από την άνοδο του ποσοστού των πολιτών που ανησυχούν για την ακρίβεια στα τρόφιμα.
Η διαφορά μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται στο 7,5% με μια μικρή διακύμανση που όμως έρχεται απλά να αναδείξει την αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να καρπωθούν ακόμη και την φυσιολογική φθορά μετά από 39 και πλέον μήνες διακυβέρνησης. Την ίδια στιγμή τα στοιχεία εμφανίζονται αναλλοίωτα αφού η διαφορά στην καταλληλότητα μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα παραμένει στις 11 μονάδες και δείχνει ότι οι πολίτες εξακολουθούν να εμπιστεύονται τον σημερινό πρωθυπουργό, επιβραβεύοντας εν μέρει και τα όσα γίνονται για την στήριξη της κοινωνικής συνοχής εν μέσω διαδοχικών, διεθνών, κρίσεων.
Οι απαντήσεις αναφορικά με το τί κυβέρνηση θέλουν οι πολίτες δείχνουν επίσης ότι τα περί συνεργασίας δεν τυγχάνουν μεγάλης ανταπόκρισης. Το 47% θέλει αυτοδύναμη κυβέρνηση έναντι του 35% που τάσσεται υπερ των κυβερνήσεων συνεργασίας. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι κυβέρνηση αυτοδυναμίας θέλει και το 35% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Ποσοστό που φτάνει στο 44% ως προς τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ.
Η παράσταση νίκης παραμένει ισχυρό χαρτί για τη ΝΔ. Η διαφορά των 30 μονάδων από όσους δηλώνουν πως θα κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αν οι εκλογές γίνουν την επόμενη Κυριακή έρχεται να ανατρέψει και την προσπάθεια του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πείσει περί νικηφόρας πορείας του κόμματός του.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως η ανησυχία των πολιτών για την ακρίβεια μεταφέρεται στον τομέα των τροφίμων. Αυτό εν μέρει οφείλεται στα μέτρα της κυβέρνησης για το ηλεκτρικό ρεύμα που αμβλύνουν τις επιπτώσεις, εν αντιθέσει με τον τομέα των τροφίμων όπου η αγωνία παρουσιάζει πλέον αυξητική πορεία.