Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα σταυροδρόμι επιλογών. Ενώ κατάφερε να εξελιχθεί σε παγκόσμια οικονομική και εμπορική δύναμη, οι γεωπολιτικές της δυνατότητες παραμένουν περιορισμένες.
Ο αυτοχαρακτηρισμός της Επιτροπής Von der Leyen ως «γεωπολιτικής» δεν είναι παρά ευφημισμός. Και τούτο γιατί στην παγκόσμια σκηνή η συμβολή της ΕΕ στο νέο, υπό διαμόρφωση γεωστρατηγικό τοπίο είναι ασθενής.
Σε ένα όλο και πιο ασταθές και επιθετικό διεθνές περιβάλλον, σε ένα παγκόσμιο σκηνικό όπου ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους πλανητικούς και περιφερειακούς παίκτες αντικαθιστά όλο και περισσότερό την πολυμερή συνεργασία, η μετεξέλιξη της Ευρώπης σε γεωπολιτική υπερδύναμη προβάλλει ως ο μοναδικός δρόμος για έναν διευρυμένο γεωπολιτικό ρόλο.
Οι ΗΠΑ παραμένουν παγκόσμιος άξονας αναφοράς, συνάμα όμως επαναπροσδιορίζουν τις γεωστρατηγικές τους προτεραιότητες. Ταυτόχρονα, η Ρωσία επεκτείνει την επιρροή της εφαρμόζοντας μια διεκ-δικητική διεθνή στρατηγική, ενώ η οικονομική και πολιτική διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη και την Αφρική γίνεται όλο και πιο αισθητή, υποκαθιστώντας την υφιστάμενη αρχιτεκτονική ισχύος. Και όλα αυτά σε μια στιγμή που οι σφαίρες επιρροής ανασχηματίζονται και η γεωπολιτική σκακιέρα αλλάζει.
Σε αυτό το νέο τοπίο η Ευρώπη είναι πρακτικά αδύναμη να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, αδυνατώντας να μετατρέψει την οικονομική της ισχύ σε πολιτική. Και η αιτία είναι γνωστή: ο κατακερματισμός που προκαλείται από τις εθνικές πολιτικές εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική. Η έλλειψη συναντίληψης και κοινών επιδιώξεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη είναι εμπόδιο. Η δε απουσία κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής δεν της επιτρέπει να μιλήσει και να παρέμβει με ενιαία φωνή και ρόλο, οδηγώντας την, εν τέλει, στο περιθώριο των παγκόσμιων εξελίξεων.
Εάν πράγματι η Ευρώπη φιλοδοξεί να καταστεί παγκόσμιος παράγοντας και φορέας των αρχών και των αξιών πάνω στις οποίες δομήθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τότε η σημερινή της ηγεσία σε κεντρικό και εθνικό επίπεδο οφείλει να προβεί σε ένα άλμα προς τα εμπρός, ολοκληρώνοντας πολιτικά τις δομές της, στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Αν αυτό δεν γίνει, η διαλαλούμενη «στρατηγική αυτονομία» θα παραμείνει κενό, εύηχο σύνθημα.
*Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι π. ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας & Υπουργός Εξωτερικών. Το άρθρο δημοσιεύεται στα Νέα