«Αυτή η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ».
Τα λόγια τού μάρτυρα στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, συγκλονίζουν. Είχε έρθει με την οικογένειά του από την Πολωνία για διακοπές στην Ελλάδα. Τελικά πήρε μέσα σε «μαύρους σάκους» τόσο τη γυναίκα του όσο και το παιδί του…. «Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγος μου. … Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω», είπε, απευθυνόμενος στους δικαστές ο Κορζενιόφσκι Ζαροσλάφτς ο οποίος κατέθεσε στο δικαστήριο.
Ο μάρτυρας έχασε τη γυναίκα και τον γιο του όταν αναποδογύρισε η βάρκα στην οποία είχαν μπει για να σωθούν, ανέφερε: «Ήρθαμε να περάσουμε με ασφάλεια όμορφες διακοπές στην Ελλάδα. Όλα ήταν καλά μέχρι τις 23 Ιουλίου. Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μάς καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακριά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα».
Ο μάρτυρας περιέγραψε όσα έγιναν από εκείνη τη στιγμή: Άρχισα να τρέχω και να ψάχνω τη γυναίκα μου και το παιδί. Η κατάσταση ήταν τρομερή. Είδα σε μια βάρκα τη γυναίκα και το παιδί. Νόμιζα ήταν οργανωμένη διάσωση. Η σύζυγος μου φώναζε να πάω και εγώ πάνω στη βάρκα. Ήταν πολλά άτομα φοβόμουν να μπω και εγώ. Τους είπα πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω. Ήμουν σίγουρος πως θα σωθεί…. Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου από Πολωνία ότι η σύζυγος μου του είπε ότι ήταν στη βάρκα με το παιδί και ρωτούσε για μένα. Είπα στον αδερφό μου να της πει να σωθούν και να μην σκέφτεται εμένα. Μου είπε ότι ξαναμίλησε και του είπε ότι δεν είχε άλλη μπαταρία. Δυστυχώς και οι δύο δεν τα κατάφεραν γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν.
«Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!», τόνισε, καταθέτοντας λίγο νωρίτερα ο Παναγιώτης Ντάγκαλος ο οποίος έχασε τη σύζυγο του εκείνη την ημέρα, ενώ κατάφερε να επιβιώσει ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του. «Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μάς έκαψε στις 18:40, δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου σηκωθήκαμε! Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δεν βρέθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή», υποστήριξε ο μάρτυρας.
Με λυγμούς κατέθεσε ο κ. Ντάγκαλος περιέγραψε τις εικόνες που αντίκρισε: «Δεν θα ξεχάσω τον άνθρωπο που έβλεπα στο δίπλα αμάξι από μένα και όταν έφευγα ήταν ακόμα στο αμάξι του. Η Πολιτεία, ασχέτως καιρικών συνθηκών, δεν δέχομαι ότι δεν είχε επαρκή χρόνο και γνώσεις για να μας αποτρέψουν από αυτή την καταστροφή. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος με αυτό που έγινε. Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν. Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, άλλοι πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Πού ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δεν μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειές του να βρει τη γυναίκα του. «Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Ανέβηκα στη στεριά και δεν την έβρισκα πουθενά στην παραλία. Στη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ανθρώπους. Δεν υπήρχε το Λιμενικό, δεν υπήρχα κάποιος να μας σώσει. Μόνο κάποια στιγμή είδα βαρκούλες που προσπαθούσαν να επιβιβάσουν κάποιους ανθρώπους. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα και αποφασίζω να την ψάξω από το ίδιο μονοπάτι. Βρέθηκα στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Αμάξια παντού. Άλλα να καίγονται, άλλα όχι. Δέντρα να έχουν αρπάξει φωτιά. Πήγα προς το αυτοκίνητο μας. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή…».