Ιστορίες αγωνίας και πόνου περιγράφουν στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι οι άνθρωποι που έχασαν οικείους τους μέσα στις φλόγες, χωρίς καμία βοήθεια από τον κρατικό μηχανισμό, όπως αναφέρουν.
«Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απόν» ανέφερε μάρτυρας που έχασε την γυναίκα του, ενώ καμένος ο ίδιος χρειάστηκε να νοσηλευτεί επί τρεις βδομάδες.
«Έμεινα 3 εβδομάδες στο Σισμανόγλειο. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία της γυναίκας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από το μεγάλο πόνο. Οι άνθρωποι δεν γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί» είπε ο Χρήστος Πολίτης.
«Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κυκλώσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα.
Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου, που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω και βγω και με πήρε ένα αμάξι της Πυροσβεστικής με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο» είπε ο μάρτυρας.
Λίγο πριν, όταν κατέθετε η κόρη του, ο κ. Πολίτης άκουσε κατηγορούμενο, από την Πυροσβεστική, να λέει πως αυτός είναι ο άνθρωπος που τον είχε βοηθήσει να βγει από την θάλασσα.
«Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν» είπε ο κατηγορούμενος.
Η κόρη του μάρτυρα, Καλλιόπη Πολίτη, στην κατάθεσή της περιέγραψε τη δύσκολη απόφαση που πήρε όταν μιλώντας στο τηλέφωνο με τον πατέρα της, ενώ η φωτιά πλησίαζε, του υπέδειξε να μην αναζητά άλλο τη μητέρα της και να φύγει. «Ούρλιαζε ο μπαμπάς στο τηλέφωνο “βοηθήστε μας, καιγόμαστε. Δεν βρίσκω τη μαμά σου”» -είπε η μάρτυρας. «Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό… Ο μπαμπάς…του είπα να πάει προς τη θάλασσα. Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Πού να ήξερα κι εγώ… Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Δεν συνάντησε κανέναν.
Όταν γίνονταν όλα αυτά, παρά τις προσπάθειες να βρούμε βοήθεια, δεν ακουγόμασταν. Παρακαλούσα να στείλουν κάποιον στη Μαραθώνος. Μετά κατάλαβα ότι είχαν αδειάσει τα πλοία. Είχε φωτιά και τους άφησαν να κατέβουν… Βρήκα ένα πυροσβέστη και προσπαθούσε να μου υποδείξει ένα δρόμο να φτάσω σπίτι. Συνάντησα τον αδελφό μου και μέχρι τις δέκα το βράδυ κινούμασταν κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είδα έναν νεκρό κάτω. Νόμιζα ότι είχε λιποθυμήσει. Ήταν ένας αστυνομικός που “τα είχε παίξει”. Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι. Η κατάσταση δεν περιγράφεται.
Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί. Ήμασταν στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι θα χαθούν ζωές. Κάποιοι φίλοι μας είχαν κανονίσει μέρες πριν να πάνε στη Ραφήνα για kite surf γιατί ήξεραν ότι θα έχει αέρα. Όφειλε ο δήμος να έχει καθαρίσει, όφειλαν να υπάρχουν πυροσβεστικά οχήματα εκεί».
Οι δύο μάρτυρες στο τέλος των καταθέσεών τους συνομίλησαν για λίγο με τον κατηγορούμενο από την Πυροσβεστική που είχε βοηθήσει τον κ. Πολίτη.
Η Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά κατέθεσε πως πηγαίνοντας να βρει τη μητέρα της που ήταν μόνη της στο σπίτι της στο Μάτι «στη Μαραθώνος δεν είδα περιπολικά, πυροσβεστικά, σειρήνες. Τίποτα. Δεν υπήρχε κινητοποίηση. Ούτε εναέρια μέσα άκουσα. Κάποια στιγμή μίλησα με την μητέρα μου και μου είπε: “Κλείσε κλείσε να προλάβω να ντυθώ να φύγω”. Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου». Η γυναίκα περιέγραψε τις ώρες απόλυτης αγωνίας που πέρασε αναζητώντας την μητέρα της, την οποία τελικά βρήκε απανθρακωμένη στο σπίτι της την επομένη το πρωί.
«Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή… Δεν μπορούσα να την βρω πουθενά. Μετά με φιλικά πρόσωπα, γυρίσαμε σπίτι για να βρω τη μαμά μου. Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο… Πλησιάζω τρέμοντας…. Δεν ήταν στο σπίτι. Φεύγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς.
Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά, όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ. Εκεί βρήκα τη μαμά μου».
Στην δική του κατάθεση ο Σάββας Παπαϊωάννου που έχασε τον αδελφό και τη νύφη του, είπε πως το παιδί του ζευγαριού σώθηκε γιατί η μητέρα της της είπε να τρέξει. «Εκείνη έμεινε πίσω για να βοηθήσει τον αδελφό μου… Ο αδελφός μου έχασε τη ζωή του αμέσως, η σύζυγός του, 20 μέρες μετά επειδή είχε εγκαύματα τρίτου βαθμού σε όλο το σώμα, και προδόθηκε από την καρδιά».
Ο μάρτυρας τόνισε πως «στις 23 Ιουλίου έχουμε το εξής: Υπήρχε η πυρκαγιά στην Κινέτα. Δόθηκε εντολή να φύγουν εναέρια για εκεί και έτσι η ανατολική πλευρά της Αττικής έμεινε εύθραυστη και ανοχύρωτη. Ήταν κομβικό λάθος. Για αυτό η φωτιά στο Μάτι πήρε αυτήν την τροπή και κατάληξη. Οι φορείς δεν αντιμετώπισαν την κατάσταση όπως έπρεπε».