Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) αναπτερώνει το ηθικό περίπου 70.000 πολιτών που έχουν λάβει δάνεια σε ελβετικό φράγκο, καθώς μπορούν να εναποθέσουν εκ νέου τις ελπίδες τους στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Επί της ουσίας, με τη συγκεκριμένη απόφαση ανοίγει ο δρόμος για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των δανειοληπτών, αφού τα εθνικά δικαστήρια θα κρίνουν πλέον με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΕΕ. Υπενθυμίζεται πως η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το 2019, σε κρίσιμη απόφαση επί υπόθεσης δανειολήπτριας για την εξέλιξη και των υπολοίπων (αφού θα λειτουργούσε ως «οδηγός»), είχε… φρενάρει αυτές τις ελπίδες.
Πιο συγκεκριμένα, για την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (με ημερομηνία δημοσίευσης 21.12.2021) επί της υπόθεσης C-243/20, απαντά σε συγκεκριμένα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε τον Μάιο του 2020 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο συντάχθηκε με την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Οπως εξήγησε η δικηγόρος Αριάδνη Νούκα στον «Ελεύθερο Τύπο», το ΔΕΕ παρέθεσε το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13 (περί προστασίας καταναλωτή), σημειώνοντας ότι είναι ενιαίο για όλα τα κράτη-μέλη και δεν μεταβάλλεται. Ταυτόχρονα, όμως, έδωσε και κατευθυντήριες γραμμές στα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να ελέγξουν εάν ένας Γενικός Ορος Συναλλαγής (ΓΟΣ) εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, αφενός επισημαίνοντας μια σειρά κριτηρίων που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, προκειμένου να αποφανθούν εάν ένας ΓΟΣ εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, αφετέρου υπογραμμίζοντας ότι -δεδομένου του σκοπού προστασίας των καταναλωτών τον οποίο επιδιώκει η Οδηγία- η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι τα δικαστήρια των κρατών-μελών, ερμηνεύοντας το εθνικό τους δίκαιο, εξακολουθούν να διατηρούν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της Οδηγίας ακόμα και σε περιπτώσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της -εφόσον αυτή η εφαρμογή συμβιβάζεται με τους σκοπούς που επιδιώκει η Οδηγία και οι συνθήκες-, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή.
Στο μεταξύ, η παρερμηνεία από κάποιους της απόφασης του ΔΕΕ για την εν λόγω υπόθεση δανείου σε ελβετικό φράγκο προκάλεσε την αντίδραση νομικών με γνώση του αντικειμένου. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Ελεύθερου Τύπου», μέσα στην ημέρα, θα δημοσιευτεί σχετικό κοινό δελτίο Τύπου για το θέμα του δικηγόρου Βασίλη Κοντογιάννη, που χειρίστηκε την υπόθεση στο ΔΕΕ, της δικηγόρου Αριάδνης Νούκα, που χειρίστηκε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και για τις κρίσεις της σχετικής απόφασης (υπ’ αριθμ. 4/2019) τέθηκαν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, και του δικηγόρου του Ινστιτούτου Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Ιωάννη Μυταλούλη, που παρενέβη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται από τους τρεις δικηγόρους: «Προς έκπληξή μας γίναμε μάρτυρες εκτεταμένων δημοσιευμάτων που χαρακτηρίζουν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-243/20 “ταφόπλακα” για τους δανειολήπτες ελβετικού φράγκου και περιέχουν αναφορές περί επικύρωσης της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 4/2019.
Οι θέσεις αυτές είναι ανακριβείς και βρίσκονται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την πραγματικότητα. Εντύπωση, μάλιστα, προκαλεί το γεγονός ότι, σε μια απόφαση που χρήζει προσεκτικής νομικής προσέγγισης, τα πρώτα δημοσιεύματα έκαναν την εμφάνισή τους στη διαδικτυακή σφαίρα ελάχιστες ώρες μετά τη δημοσίευσή της».
Επιπρόσθετα, στο δελτίο Τύπου παρατίθεται συνοπτικά η «αποκωδικοποίηση» της επίμαχης απόφασης του ΔΕΕ. Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως με την απόφαση επί της υπόθεσης C-243/20 το ΔΕΕ:
- Κρίνει μη ορθές παραδοχές, όπως αυτές της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην υπ’ αριθμ. 4/2019 απόφαση, σε καίρια ζητήματα της υπόθεσης.
- Δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές βάσει των οποίων θα πρέπει να στηρίξουν στο εξής τα εθνικά δικαστήρια τις αποφάσεις τους σε συναφείς υποθέσεις.
Επισημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν, ερμηνεύοντας το εθνικό δίκαιο, σε έλεγχο καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων, χωρίς να δεσμεύονται από τους περιορισμούς του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 93/13, εφόσον τούτο συμπορεύεται με τους σκοπούς της Οδηγίας και προς διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας για τους καταναλωτές.