Μπροστά στην αρπακτική συμπεριφορά των πλουσιότερων χωρών όσον αφορά τα εμβόλια για τον νέο κορονοϊό, η Διεθνής Αμνηστία προτρέπει σήμερα τη διεθνή κοινότητα να διορθώσει την πορεία της «αμέσως», εκφράζοντας ανησυχία για τις συνέπειες της ανικανότητάς της να συνεργαστεί.

Στην έκθεσή της για την περίοδο 2020/2021, η οργάνωση υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σκιαγραφεί πολύ σκληρή εικόνα για μια χρονιά που σάρωσε η πανδημία του νέου κορονοϊού: η προσέγγιση ο καθένας για τον εαυτό του τιμωρεί τις πιο αδύναμες χώρες, επιδεινώνει τις ανισότητες και επιτείνει την καταστολή σε κάποιες, με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας, κρίνει.

«Η πανδημία έριξε σκληρό φως στην ανικανότητα του κόσμου να συνεργαστεί με τρόπο αποτελεσματικό και ισότιμο», υπογραμμίζει στο προοίμιο του κειμένου η Ανιές Καλαμάρ, η Γαλλίδα που ονομάστηκε στα τέλη Μαρτίου γενική γραμματέας της οργάνωσης.

«Οι πλουσιότερες χώρες έχουν δημιουργήσει σχεδόν μονοπώλιο ως προς την προμήθεια εμβολίων στον κόσμο, αφήνοντας τις χώρες με τους λιγότερους πόρους αντιμέτωπες με τις χειρότερες συνέπειες όσον αφορά την υγεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατά συνέπεια με τις πιο μακρές οικονομικές και κοινωνικές διασπάσεις», προσθέτει.

Η Αμνηστία καλεί να «καταβληθεί άμεσα προσπάθεια να επιταχυνθούν» τόσο «η παραγωγή» όσο και «η διανομή εμβολίων για όλους»: «αυτή είναι η πιο θεμελιώδης δοκιμασία (…) της δυνατότητας του κόσμου να συνεργαστεί», υπογραμμίζει.

Η ανισότητα βαθαίνει

Έναν χρόνο και πλέον μετά την εμφάνιση του νέου κορονοϊού στην Κίνα, στα τέλη του 2019, ο κόσμος συνεχίζει να δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την πανδημία, η οποία έχει στοιχίσει τη ζωή σε τουλάχιστον 2,8 εκατομμύρια ανθρώπους επί συνόλου 130 εκατομμυρίων που έχει καταγραφεί πως μολύνθηκαν.

Η πανδημία κάθε άλλο παρά έδωσε ώθηση στην αλληλεγγύη: όξυνε τις εντάσεις και το χάσμα βαθαίνει ως προς τον εμβολιασμό, που θεωρείται πως οδηγεί στην πόρτα της εξόδου από την κρίση.

Οι μισές από τις περίπου 680 εκατ. δόσεις εμβολίων που έχουν χορηγηθεί στον κόσμο έχουν γίνει σε χώρες με «υψηλό εισόδημα» κατά τους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας (16% του παγκόσμιου πληθυσμού), ενώ στις χώρες με «χαμηλό εισόδημα» (το 9% της ανθρωπότητας) δεν έχει χορηγηθεί παρά μόλις το 0,1% των δόσεων, με βάση την καταμέτρηση που έκανε χθες το Γαλλικό Πρακτορείο, βασιζόμενο σε επίσημα δεδομένα.

Η Διεθνής Αμνηστία τάσσεται υπέρ πρωτοβουλιών όπως η πλατφόρμα C-TAP που δημιούργησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προκειμένου ο κόσμος να μοιράζεται τεχνογνωσία, πνευματική ιδιοκτησία και δεδομένα.

Ακόμη εν πολλοίς αναξιοποίητη, θα επέτρεπε να εξευρεθούν νέες παραγωγικές δυνατότητες, θα βοηθούσε να κατασκευαστούν επιπλέον εγκαταστάσεις παραγωγής εμβολίων, ιδίως στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, σύμφωνα με την υπηρεσία αυτή του ΟΗΕ.

Καταστολή

Πέραν της ανισότητας ως προς τον εμβολιασμό, η Αμνηστία επιρρίπτει περαιτέρω ευθύνες σε διάφορες χώρες· στηλιτεύει την «ανευθυνότητα» της Κίνας, που προσπάθησε να φιμώσει τους γιατρούς και τους δημοσιογράφους που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου όταν ξεσπούσε η πανδημία, την απόφαση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τη χώρα του εν μέσω της κρίσης από τον ΠΟΥ, την οποία ακύρωσε ο διάδοχός του Τζο Μπάιντεν, όπως και τα «ημίμετρα», όπως η απλή αναστολή της αποπληρωμής των δημόσιων χρεών των φτωχότερων χωρών από την G20.

«Η πανδημία εξέθεσε και επέτεινε τις ανισότητες, τις διακρίσεις και την καταστολή», τόνισε η κυρία Καλαμάρ κατά τη διάρκεια συνέντευξής της στο Γαλλικό Πρακτορείο.

«Οι κυβερνήσεις μας δεν πέρασαν το τεστ του 2020, οι διεθνείς θεσμοί δεν μπόρεσαν να περάσουν το τεστ του 2020. Τι θα κάνουν για να αντιμετωπίσουν τη σημαντικότερη πανδημία που γνωρίσαμε; Τι θα κάνουν για την κλιματική κρίση;», διερωτήθηκε.

«Αυτό πρέπει να ανησυχεί όλους τους πολίτες του κόσμου», προειδοποίησε.

Περιθωριοποιώντας ακόμη περισσότερο όσους ήδη αντιμετώπιζαν αποκλεισμούς, όπως οι γυναίκες ή οι μετανάστες, η πανδημία χειροτέρεψε την καταστολή και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταγγέλλει η Αμνηστία.

Η ΜΚΟ αναφέρεται ειδικά στη διεύρυνση του περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ή η Ουγγαρία, όπου οι κριτικές για τη διαχείριση της κρίσης παραμερίζονται και χαρακτηρίζονται «ψευδείς ειδήσεις». Στην έκθεσή της αναφέρεται επίσης στην κλιμάκωση της αστυνομικής βίας στη Βραζιλία και στις διαδηλώσεις που καταπνίγηκαν στο αίμα στη Νιγηρία.

Κατηγορεί ορισμένους ηγέτες ότι αποπειράθηκαν να μετατρέψουν σε καθημερινότητα, σε κοινοτοπία, «αυταρχικά μέτρα» που επιβλήθηκαν εν ονόματι της αντιμετώπισης της πανδημίας, θεωρώντας ότι τους παρουσιάστηκε «μια ευκαιρία να εδραιώσουν την εξουσία τους», όπως τονίζει στην ετήσια έκθεσή της.