Η επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με την πραγματοποίηση του 61ου γύρου στις 25 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη, θα δοκιμάσει έντονα όχι μόνο τις διμερείς σχέσεις αλλά και τις αντοχές του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Για πρώτη φορά μετά την αρχική έναρξή τους, το 2002, οι διερευνητικές επαφές έχουν σφοδρά πολιτικοποιηθεί και η έκβασή τους θα βρίσκεται συνεχώς υπό το μικροσκόπιο. Αυτό που παραδέχονται όλοι όσοι γνωρίζουν τα μυστικά τους είναι ότι η διεξαγωγή των συνομιλιών θα πραγματοποιηθεί σε ένα περιβάλλον πολύ πιο «εύφλεκτο» σε σχέση με το παρελθόν, με μια Τουρκία ριζικά διαφορετική ως προς την ένταση των διεκδικήσεών της και με ένα διεθνές περιβάλλον πολύ λιγότερο ικανό να παρέμβει αποφασιστικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η φιλοδοξία για μια συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει πολύ πρόωρη χωρίς να υπάρξει διατηρήσιμη αποκλιμάκωση και πρόοδος, ώστε να είναι και χρήσιμη.
Η δυστοκία που παρουσιάστηκε στην ανακοίνωση μιας ημερομηνίας είναι ενδεικτική της δυσκολίας των προσεχών συνομιλιών. Σε αυτό το επίπεδο άλλωστε μετρούν τα πάντα. Παρά τη σύγχυση που δημιουργήθηκε το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας όταν ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωνε ότι επίκειται η πρόσκληση προς την Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση ήταν απολύτως ενήμερη.
Είχε προηγηθεί, όπως «Το Βήμα» αποκαλύπτει, σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία του Ιμπραχίμ Καλίν με την επικεφαλής του Διπλωματικού Γραφείου του έλληνα πρωθυπουργού, την πρέσβη Ελένη Σουρανή, με πρωτοβουλία του εκπροσώπου της τουρκικής Προεδρίας και εξ απορρήτων συμβούλου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην οποία μετέφερε το μήνυμα ότι η πρόσκληση θα έλθει στις 11 Ιανουάριου διά της διπλωματικής οδού.
Αυτό όντως έγινε, όπως «Το Βήμα» αποκάλυψε, από τον πολύπειρο τούρκο πρεσβευτή στην Αθήνα Μπουράκ Οζουγκεργκίν που επικοινώνησε το απόγευμα της Δευτέρας με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών Θεμιστοκλή Δεμίρη.
Η τουρκική ομάδα διαπραγμάτευσης
Έμπειροι παρατηρητές στην Αθήνα δίνουν επίσης μεγάλη έμφαση στη σύνθεση της τουρκικής διαπραγματευτικής ομάδας με την οποία θα συνομιλήσει, από ελληνικής πλευράς, ο πρέσβης ε.τ. Παύλος Αποστολίδης, πλαισιωμένος από τον πρέσβη Αλέξανδρο Κουγιού (έχει διατελέσει στο παρελθόν πρεσβευτής στην Αγκυρα και επικεφαλής της αρμόδιας Διεύθυνσης Α4 Τουρκίας) και την Ιφιγένεια Καναρά, που εργάζεται στο γραφείο του κ. Δεμίρη.
Ο μόνιμος υφυπουργός του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Σεντάτ Ονάλ περιγράφεται ως μειλίχιος και όχι βαθύς γνώστης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά τα «κλειδιά» μάλλον θα κρατούν τα άλλα δύο μέλη της ομάδας. Πρόκειται κατ’ αρχήν για τον Τσαγκαπτάι Ερτζιγες, τον θεωρούμενο «γκουρού» των θαλασσίων οριοθετήσεων που σήμερα κατέχει τη θέση του γενικού διευθυντή Διμερών Πολιτικών, Αεροναυτιλιακών και Συνοριακών Υποθέσεων στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και τον άμεσα υφιστάμενό του Μπαρίς Καλκαβάν. Η συμμετοχή τους δεν είναι διόλου τυχαία.
Ο κ. Ερτζιγες έχει διατελέσει επί χρόνια πρακτικογράφος των διερευνητικών επαφών, ενώ έχει υπηρετήσει παλαιότερα, όπως και ο κ. Καλκαβάν πιο πρόσφατα, στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα. Σε ελληνικούς διπλωματικούς ο κ. Καλκαβάν, που θεωρείται άριστος γνώστης των τεχνικών θεμάτων και έχει λάβει μέρος και σε συναντήσεις για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), έχει τη φήμη του «ιέρακος».
Η διαδικασία και οι δύο σχολές σκέψης
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974 και μετά αναγνωρίζουν ότι αν υπάρχει ένα ζήτημα που η Αθήνα επιθυμεί να λύσει με την Άγκυρα ενώπιον της διεθνούς δικαιοσύνης, αυτό αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και, πιο πρόσφατα, της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Η τουρκική πλευρά έχει βεβαίως διατυμπανίσει με συνέπεια ότι προτιμά την επίλυση αυτού του ζητήματος καθώς και όσων ακόμη η ίδια επιμένει να θέτει, μονομερώς, μέσω διμερών πολιτικών διαβουλεύσεων. Δεν υπάρχει επίσης η παραμικρή αμφιβολία ότι ο μύχιος φόβος της Άγκυρας, ιδιαίτερα στο Αιγαίο Πέλαγος, είναι οι συνέπειες από μια επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, και δη στα 12 ναυτικά μίλια.
Παράλληλα, ύστερα και από όσα συνέβησαν το καλοκαίρι, μοιάζει αναπόφευκτο οι διερευνητικές επαφές να μην περιοριστούν στο κυρίως Αιγαίο (Aegean proper), όπως κάποτε επέμενε η Άγκυρα, αλλά να συμπεριλάβουν και την Ανατολική Μεσόγειο. Η «νέα γεωγραφία» των συνομιλιών δεν θα μπορέσει φυσικά να μη λάβει υπόψη της δύο στοιχεία: το έκνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά και την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων νοτίως της Κρήτης.
Από συνομιλίες με ανθρώπους που έχουν διαχρονικά χειριστεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις προκύπτει ότι δύο είναι οι σχολές σκέψης για την προσέγγιση των συνομιλιών με την Τουρκία. Η πρώτη θεωρεί ότι από τη στιγμή που υπάρχει μια διαφορά προς οριοθέτηση, τότε η μόνη λύση είναι αυτή να παραπεμφθεί σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο (στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – ΔΔΧ, σε διαιτησία ή και αλλού, εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες).
Με την Τουρκία να έχει «φορτώσει» την ατζέντα με κάθε λογής θέματα και ιδιαίτερα με αυτό του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, καθώς επίσης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών αλλά και της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτά τα θέματα να τεθούν στην κρίση της διεθνούς δικαιοσύνης εφόσον οι δύο πλευρές αποφάσιζαν, με ένα συνυποσχετικό, να παραπέμψουν την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, π.χ. στο ΔΔΧ.
Η δεύτερη σχολή σκέψης επισημαίνει όχι οι διερευνητικές επαφές («τέκνο» της κρίσης των Ιμίων) αποτελούν ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να συζητηθούν ζητήματα προκριματικά μιας προσφυγής για να μην επιβαρύνουν την επίσημη διαπραγμάτευση για το συνυποσχετικό. Αυτή η τακτική των προκαταρκτικών συνομιλιών είχε ακολουθηθεί και την περίοδο 1976-1980, επιβοηθούμενη ως έναν βαθμό από το μορατόριουμ του Πρακτικού της Βέρνης. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο. Θα πρέπει να είναι σαφές όχι αν μια προσφυγή οδηγηθεί στο ΔΔΧ με ανοιχτό το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών», τότε το Δικαστήριο θα χρειαστεί ίσως να κρίνει το καθεστώς κυριαρχίας ελληνικών βραχονησίδων ή και νησιών που θα θελήσει να χρησιμοποιήσει ως βάση για την οριοθετική χάραξη.
Τα χωρικά ύδατα και η αποστρατικοποίηση
Υπάρχουν δύο σημεία γύρω από τα οποία επικεντρώνεται εσχάτως η συζήτηση περί διερευνητικών επαφών. Κατ’ αρχάς, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και η πιθανή προτέρα συνεννόηση με την Τουρκία αποτελούν «κόκκινο πανί» κυρίως για τους εν Ελλάδι υποστηρικτές της «σκληρής γραμμής», εφόσον πρόκειται για μονομερές δικαίωμα. ΣΤΟ παρελθόν έχουν συζητηθεί άπειρα σενάρια περί επιλεκτικής επέκτασης με παράλληλη ευθυγράμμιση του εναέριου χώρου. Η τελευταία τουρκική θέση, ήδη από το 2010, μιλούσε για ελληνικά χωρικά ύδατα 12 ν.μ. στην ηπειρωτική χώρα και 6 ν.μ. σε όλα τα νησιά και κρίνοντας από την πρόσφατη τουρκική πρακτική η θέση αυτή δεν έχει αλλάξει. Η μέθοδος οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας θα είναι κρίσιμη στο σημείο αυτό.
Ίσως το πιο ανησυχητικό σημείο σε σχέση με τη νέα εποχή των διερευνητικών επαφών είναι η εμμονική επανάληψη εκ μέρους της Αγκυρας του ζητήματος της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου αλλά και των Δωδεκανήσων. Η Τουρκία συνδέει την αποστρατιωτικοποίηση με την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, ισχυριζόμενη, καιροσκοπικά, ότι εφόσον η Ελλάδα δεν τηρεί δεσμεύσεις της, τότε η κυριαρχία της επί των νησιών καθίσταται αμφισβητήσιμη.
Η Αθήνα έχει καταστήσει σαφείς τις θέσεις της τόσο διμερώς όσο και σε σχετικά fora (π.χ. στον ΘΑΣΕ) στα οποία η Αγκυρα ήγειρε το ζήτημα του Βορείου Αιγαίου, ενώ σε ό,τι αφορά τα Δωδεκάνησα και την Ανατολική Μεσόγειο το πρόσφατο κείμενο της νομικής συμβούλου παρά τω Πρωθυπουργώ για θέματα Διεθνούς Δικαίου Μάνιας Τελαλιάν στην επιθεώρηση «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» παρουσιάζει πλήρως την ελληνική επιχειρηματολογία.
Του Άγγελου Αλ. Αθανασόπουλου από Το Βήμα της Κυριακής