Το κοινωνικό κράτος ως επιταχυντή της Βιώσιμης Ανάπτυξης αναδεικνύει έρευνα της διαΝΕΟσις που εκπόνησε ο Καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Νίκος Ματσαγγάνης. Ενώ φαινομενικά είναι αντίθετες έννοιες, δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς κοινωνικό κράτος όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας.
Για να βγει η ελληνική οικονομία από τη στασιμότητα και την υποβάθμιση χρειάζεται ένα κοινωνικό κράτος που να επενδύει στην υγεία, στις δεξιότητες εργαζομένων και ανέργων, στις νέες οικογένειες. Αυτό συνεπάγεται αποφασιστική στροφή στην κοινωνική πολιτική, υπογραμμίζεται στην έρευνα.
Η απασχόληση και κοινωνική προστασία μπορούν να συμβαδίζουν, και ένα γενναιόδωρο και καλά σχεδιασμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας μπορεί να υποστηρίξει τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας, είναι από τα βασικά συμπεράσματα του καθηγητή , ο οποίος τονίζει ότι «Το κοινωνικό κράτος μοχλός μιας δυναμικής οικονομίας.
Η άποψη ότι ένα ισχυρό και καλά σχεδιασμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν είναι «πολυτέλεια» που μόνο πλούσιες χώρες μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους, αλλά απαραίτητο συστατικό για μια δυναμική οικονομία, φαίνεται να κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια.
Όπως μάλιστα υποστηρίζει μια πολύ πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ «Η πανδημία επιβεβαίωσε τα πλεονεκτήματα της ίσης πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες –υγειονομική περίθαλψη, ποιοτική εκπαίδευση, και ψηφιακές υποδομές– καθώς και σε αγορές εργασίας χωρίς αποκλεισμούς και αποτελεσματικά κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας».
Για να λειτουργεί το κοινωνικό κράτος ως επιταχυντής της ανάπτυξης πρέπει να συνδυάζει υψηλές επιδόσεις σε τρεις τομείς:
1. αποτελεσματική προστασία των πολιτών από τις ατυχίες της ζωής (π.χ. επιδόματα ανεργίας, υπηρεσίες υγείας),
2. διευκόλυνση της απασχόλησης μέσω υπηρεσιών (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, Βοήθεια στο Σπίτι) και ρυθμίσεων (π.χ. γονικές άδειες) που επιτρέπουν στα νέα ζευγάρια, και ιδίως στις γυναίκες, να συνδυάζουν αρμονικά εργασία και οικογένεια,32 Ένα υψηλό ποσοστό απασχόλησης (απασχολούμενοι ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού, συνήθως 15-64 ετών) θεωρείται ασφαλέστερη ένδειξη συμβατότητας του κοινωνικού κράτους με την οικονομία από ό,τι ένα χαμηλό ποσοστό ανεργίας (άνεργοι ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, δηλ. του αθροίσματος απασχολουμένων και ανέργων
3 Επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο των πολιτών (δηλαδή στην καλή υγεία και στις δεξιότητές τους), ώστε να ζουν καλύτερα ως άτομα, και να είναι παραγωγικότεροι ως εργαζόμενοι και επιχειρηματίες. Για να βγει η ελληνική οικονομία από τη στασιμότητα και την υποβάθμιση χρειάζεται ένα κοινωνικό κράτος που να επενδύει στην υγεία, στις δεξιότητες εργαζομένων και ανέργων, στις νέες οικογένειες. Αυτό συνεπάγεται αποφασιστική στροφή στην κοινωνική πολιτική.
«Ήδη προτού ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού, η ελληνική οικονομία πάσχιζε να ξεκολλήσει από τη στασιμότητα, μετά από μια δεκαετία οδυνηρής υποβάθμισης. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τη χώρα μας. Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας πλήττουν την Ελλάδα περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και επιβραδύνουν και άλλο την ανάκαμψη» λέει ο καθηγητής για να θυμίσει ότι
«Το κοινωνικό κράτος, παρότι συνέβαλε στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, αποδείχθηκε ακατάλληλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης της δεκαετίας του 2010».
Όπως λέει ο κ. Ματσαγγάνης, «Η δεκαετία του 2010 εξέθεσε ανεπανόρθωτα το κοινωνικό κράτος της Μεταπολίτευσης. Παρά τη γενναία μέχρι τότε χρηματοδότηση, όταν ξέσπασε η κρίση το σύστημα κοινωνικής προστασίας απεδείχθη εντελώς ακατάλληλο για τον βασικό ρόλο στον οποίο καλείται να ανταποκριθεί κάθε τέτοιο σύστημα: την εισοδηματική στήριξη των φτωχών και των ανέργων.
«Παρά τον μερικό εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας την τελευταία δεκαετία, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό τροχοπέδη της ανάπτυξης. Για να μετατραπεί σε επιταχυντή της ανάπτυξης, στήριγμα της μετάβασης προς ένα εξωστρεφές και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, θα πρέπει να αλλάξει ριζικά. Το κείμενο πολιτικής που ακολουθεί προτείνει τον αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής προς την κατεύθυνση του «κράτους κοινωνικής επένδυσης». Ένα κοινωνικό κράτος – επιταχυντής της βιώσιμης ανάπτυξης προστατεύει αποτελεσματικά τους πολίτες από τις ατυχίες της ζωής, διευκολύνει τα νέα ζευγάρια (και ειδικά τις γυναίκες) να συνδυάζουν καριέρα και οικογένεια, και επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο με στόχο την αναβάθμιση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και των επιχειρήσεων» λέει ο καθηγητής.
Το σύστημα υγείας και τα μνημόνια
Οι περικοπές των Μνημονίων ήταν θεαματικότερες στα δύο βασικότερα προγράμματα του συστήματος κοινωνικής προστασίας: στην υγεία και στις συντάξεις. Η υποχώρηση της δημόσιας δαπάνης υγείας την περίοδο 2009-2014 έφτασε το 46% σε σταθερές τιμές. Εν μέρει, η πρωτοφανής αυτή υποχρηματοδότηση μεταφράστηκε σε μείωση των εισοδημάτων όσων εργάζονται και όσων συναλλάσσονται με το δημόσιο σύστημα. Κάποια από αυτά τα εισοδήματα αντιστοιχούσαν σε άνομες ή αντιδεοντολογικές πρακτικές: κερδίζονταν είτε σε βάρος των ασθενών, είτε σε βάρος των φορολογουμένων. Τα τεράστια ποσά που εξοικονομήθηκαν από τον εξορθολογισμό της οργάνωσης και τον περιορισμό της σπατάλης (π.χ. στα φάρμακα) δείχνουν ότι η προηγούμενη διόγκωση της κοινωνικής δαπάνης δεν συμβάδιζε πάντοτε με τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας. Όμως, κανένα σύστημα υγείας δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί στοιχειωδώς καλά όταν η χρηματοδότηση πέφτει στο μισό. Πόσω μάλλον το δικό μας, με όλα τα ελαττώματά του, αναφέρεται στη σχετική μελέτη. Αναπόφευκτα, το επίπεδο της δημόσιας περίθαλψης υποβαθμίστηκε, και μάλιστα σοβαρά. Παρότι πολλοί γιατροί και νοσοκόμοι (και διοικητικοί υπάλληλοι) συνέχισαν να εργάζονται ευσυνείδητα παρά τις μειώσεις αμοιβών, άλλοι αντέδρασαν με ένα είδος «λευκής απεργίας» που πολλαπλασίαζε την ταλαιπωρία των ασθενών. Επιπλέον, πολλοί προμηθευτές που έμειναν απλήρωτοι σταμάτησαν να εφοδιάζουν τα νοσοκομεία. Κάποια από τα ακριβά φάρμακα που προηγουμένως υπερσυνταγογραφούνταν, στη συνέχεια έγιναν δυσεύρετα, ακόμη και για όσους ασθενείς ήταν απολύτως απαραίτητα. Κάποια νοσοκομεία ή ιατρεία άρχισαν να υπολειτουργούν, κάποια έκλεισαν εντελώς .Για όλους αυτούς τους λόγους, τα κενά προστασίας στην υγεία διευρύνθηκαν δραματικά. Το ποσοστό των φτωχότερων Ελλήνων που «για οικονομικούς λόγους» δεν μπόρεσαν το 2018 να λάβουν την περίθαλψη που είχαν ανάγκη10 εκτινάχθηκε από 7,7% το 2010 σε 20,1%. Το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν εξ αρχής χαμηλότερο (4,1% το 2010), και μειώθηκε και άλλο (2,2% το 2018). Χάρη στην έγκαιρη κινητοποίηση της Πολιτείας με το που ξέσπασε το πρώτο κύμα του κορωνοϊού, το ΕΣΥ απέφυγε την πίεση που υπέστη το πολύ πιο προηγμένο σύστημα υγείας της Βόρειας Ιταλίας. Η δραστική επιβολή μέτρων κοινωνικής απόστασης την άνοιξη του 2020 έσωσε ζωές και συγκράτησε σε διαχειρίσιμα επίπεδα τον αριθμό περιστατικών που χρειάζονταν επείγουσα νοσοκομειακή περίθαλψη. Ο επαγγελματισμός και η αυτοθυσία γιατρών και νοσοκόμων φρόντισε για τα υπόλοιπα. Ωστόσο, όπως εξηγεί πρόσφατη έκθεση της διαΝΕΟσις, τα προβλήματα παραμένουν. Στη χώρα μας, η δημόσια παροχή παραμένει υποτυπώδης στον τομέα της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, που έχει από δεκαετίες πρακτικά εγκαταλειφθεί στους χιλιάδες –υπεράριθμους– ιδιώτες γιατρούς που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.
Περικοπές συντάξεων
Όπως διαπίστωσε η σχετική μελέτη, το σύνολο σχεδόν (98,5%) όσων είχαν συνταξιοδοτηθεί από το ΙΚΑ το 2008 εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να εισπράττουν υπερ-ανταποδοτικές συντάξεις
Και στις συντάξεις οι μνημονιακές περικοπές υπήρξαν αναμφίβολα οδυνηρές. Όχι «οριζόντιες», όπως συνηθίζεται να λέγεται. Αντίθετα, οι μειώσεις κυμάνθηκαν ανάλογα με το ύψος της σύνταξης και την ηλικία του συνταξιούχου (τη στιγμή των μέτρων, όχι τη στιγμή της συνταξιοδότησης): από 16% για τους χαμηλοσυνταξιούχους έως 46% για τους υψηλοσυνταξιούχους κάτω των 55 ετών, σωρευτικά το 2010-2014. Όμως και πάλι, παρά τις πρωτοφανείς περικοπές, οι συνταξιούχοι συνεχίζουν να εισπράττουν περισσότερα από όσα συνεισέφεραν με τις εισφορές τους (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους).. Εάν κάτι πέτυχαν οι περικοπές ήταν να μειώσουν στο μισό τη διαφορά (υπέρ του συνταξιούχου) διά βίου εισφορών και διά βίου συνταξιοδοτικών παροχών (από 124.000 ευρώ σε 64.000 ευρώ ανά συνταξιούχο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας). Στο Δημόσιο, στον ΟΓΑ και στα «ειδικά ταμεία» η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη. Σημαίνει μήπως αυτό ότι οι περικοπές θα έπρεπε να ήταν ακόμη πιο δραστικές; Όχι. Άλλο είναι το δίδαγμα αυτής της ιστορίας: όταν χάνεται η ευκαιρία της έγκαιρης προσαρμογής και σταδιακής αυστηροποίησης των κανόνων του συστήματος (όπως χάθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 1992-2010), ακόμη και οι πιο βάναυσες περικοπές αργότερα είναι μοιραίο να αποδειχθούν ανεπαρκείς.
Τι χρειάζεται για την επανεκκίνηση
Η απρόσκοπτη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους χρειάζεται έσοδα από φόρους και εισφορές. Για να είναι βιώσιμοι οι φόροι και οι εισφορές, θα πρέπει οι συντελεστές να είναι λογικοί και η φορολογική βάση ευρεία: με άλλα λόγια, να πληρώνουμε πολλοί για να πληρώνουμε λιγότερο. Συνεπώς, θα πρέπει η απασχόληση και οι αμοιβές να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα. Κατά συνέπεια, το σύστημα κοινωνικής προστασίας οφείλει να υποστηρίζει τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, θέτοντας σε κίνηση έναν «ενάρετο κύκλο» που επιταχύνει την ανάπτυξη και την ευημερία. Αντιστρόφως, ένα κοινωνικό κράτος που δίνει κίνητρα απόσυρσης από την αγορά εργασίας, ή μεροληπτεί υπέρ κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, δεν προσφέρει απλώς κακές υπηρεσίες στην οικονομία: πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται. Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα (56,3%) είναι σήμερα το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πώς μπορεί να συμβάλλει το κοινωνικό κράτος σε αυτόν τον μεγάλο στόχο;
Με τρεις τρόπους:
1. Διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να μεγαλώσουν και να κάνουν προσλήψεις.
2. Προετοιμάζοντας τους εργαζόμενους και τους ανέργους να ανταποκριθούν στις ευκαιρίες.
3. Η εναλλακτική επιλογή, ο δανεισμός, δεν είναι πια διαθέσιμη, με την προσωρινή εξαίρεση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης