Το μυθιστόρημα της Τζέιν Οστιν «Υπερηφάνεια και προκατάληψη» που έγραψε το 1813 και απεικονίζει μεταξύ άλλων τις συγκρούσεις ανάμεσα στην αισιοδοξία και στην ανασφάλεια, στην υπερηφάνεια για τον εαυτό και τις προκαταλήψεις για τους άλλους, φαίνεται ότι αποτελεί μια μερική μεταφορά για τις συλλογικέ αντιλήψεις των Ελλήνων.

Μια τέτοια σκέψη προκύπτει από την ανάγνωση της πέμπτης διαδοχικής έρευνας τnς διαΝΕΟσις με τίτλο «Τι πιστεύουν οι Ελληνες», που παρουσίασε κατ’ αποκλειστικότητα η «Κ». Η νέα έρευνα αποκαλύπτει τέσσερις κυρίαρχες παραμέτρους – έστω κι αν η έρευνα ολοκληρώθηκε πριν εκδηλωθεί η ανησυχία για τον κορωνοϊό.

Πρώτον, παγιώνεται η ψυχολογική τάση επιστροφής στην Ευρώπη. «Το κύμα αντιευρωπαϊσμού, που πάντως δεν ήταν ποτέ πλειοψηφικό ρεύμα, σήμερα έχει αντιστραφεί πλήρως», παρατηρεί ο διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος.

Δεύτερον, είμαστε αισιόδοξοι και δηλώνουμε ότι η οικονομική μας κατάσταση βελτιώθηκε, αλλά είμαστε και ανασφαλείς. Η πολιτικοποίηση των συναισθημάτων είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα. Αισιόδοξοι δηλώνουν κυρίως όσοι έχουν ψηφίσει Νέα Δημοκρατία και ανασφαλείς ομολογούν ότι είναι κυρίως όσοι έχουν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Τρίτον, αν υπάρχει ένας φόβος που μας ενώνει είναι ότι εμείς λιγοστεύουμε και γερνάμε την ίδια ώρα που πληθαίνουν δίπλα μας οι νεότεροι μετανάστες. Το δημογραφικό και το μεταναστευτικό θεωρούνται, σε συντριπτικά ποσοστά, τα μεγαλύτερα προβλήματα. Τέταρτον, πιστεύουμε πολύ στον Θεό (αν και 15 στους 100 δηλώνουν άθεοι!), στα θαύματα και στο μάτι. Η πέμπτη έρευνα της διαNEOσις (έπειτα από εκείνες του Απριλίου και του Νοεμβρίου 2015, του Δεκεμβρίου του 2016 και του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2018) διεξήχθη σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών MARC και πραγματοποιήθηκε μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019.

Σταθερά Ευρωπαίοι, αλλά…

Η «επιστροφή στο μαντρί» της Ε.Ε., που ήδη καταγράφηκε στην έρευνα του 2018, έπειτα από τιs αρρυθμίες των προηγούμενων ετών, αποκτά πλέον μονιμότερα χαρακτηριστικά. Το 64,5% δηλώνει ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. είναι θετική ή μάλλον θετική και το 67% συμφωνεί ότι «η Ε.Ε. αποτελεί πρόοδο και είναι αναγκαία η παραμονή της Ελλάδας σε αυτήν». Προφανώς, η παραμονή μας είναι αναγκαία κυρίως για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι, εάν δεν το γνωρίζουν, έχουν ωφεληθεί από τη συμμετοχή μας περισσότερο από όσο έχουμε ωφεληθεί εμείς (59,4% υποστηρίζουν αυτή την άποψη). Πάντως, σε ποσοστό 85% πιστεύουμε ότι σε δέκα χρόνια η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να είναι μέλος της Ε.Ε. και μέλος της Ευρωζώνης. «Το δίλημμα “μένουμε ή φεύγουμε από την Ε.Ε.” δεν απασχολεί πλέον την ελληνική κοινωνία», παρατηρεί ο διευθύνων σύμβουλος της MARC Θωμάς Γεράκης. Επικροτούμε την άποψη ότι λόγω των μνημονίων «υποχρεωθήκαμε να κάνουμε μεταρρυθμίσεις που δεν θα κάναμε ποτέ μόνοι μας», αλλά διατηρούμε την καχυποψία ότι «τα μνημόνια ήταν εφεύρημα των Ευρωπαίων για να εκμεταλλευτούν τη χώρα μας». Χαμηλές είναι οι προσδοκίες σε ό,τι αφορά την ουτοπία επιστροφής στο 2009. Οι 8 στους 10 πιστεύουμε ότι η Ελλάδα σεν έχει βγει από τα μνημόνια και ότι δεν πρόκειται να επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα, έστω κι αν τότε ήμασταν περισσότερο διαμαρτυρόμενοι από σήμερα, αλλά η κρίση προκάλεσε την εξιδανίκευση της προηγούμεvnς δεκαετίας.

Εντύπωση έχει προκαλέσει η χαρτογράφηση των συναισθημάτων και η αντιφατικότητα που αποκαλύπτει. Τρεις στους δέκα (28%) δηλώνουμε ανασφαλεία, ένας στους τέσσερις (25%) δηλώνει αισιόδοξος και ένας στους πέντε (20%) δηλώνει απογοητευμένος. Εάν κοιτάξουμε βαθύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι οι ανασφαλείς άνδρες είναι περίπου ίσοι με τους αισιόδοξους άνδρες, ενώ οι ανασφαλείς γυναίκες είναι περισσότερες κατά 10% από τις αισιόδοξες γυναίκες. Προφανώς, οι γυναίκες επωμίζονται περισσότερα βάρη και βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση τα προβλήματα. Τέλος, παρά το γεγονός ότι μια αλλαγή κυβέρνησης δεν προκαλεί πλέον τους κραδασμούς και τις ανατροπές που προκαλούσε σε προηγούμενες δεκαετίες, η αναλογία ψηφοφόρων Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ που δηλώνουν αισιόδοξοι είναι 4:1, ενώ οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που δηλώνουν ανασφαλείς είναι σχεδόν τέσσερις φορές περισσότεροι από τους ψηφοφόρους τη ΝΔ.

 

Πιστεύουμε στον Θεό, στο μάτι και στον Ομπάμα

Η πίστη των Ελλήνων στον Θεό παραμένει μεγάλη (82,8%), αλλά εντύπωση προκαλεί το μάλλον ανεβασμένο 15,4% που απαντά αρνητικά. Υπάρχει τόσος αγνωστικισμός και αθεΐα στην Ελλάδα των Θρησκευτικών στα σχολεία, κάτω από τα ραντάρ της επίσημης Εκκλησίας; Τουλάχιστον η πίστη στα θαύματα παραμένει ακλόνητη, εξασφαλίζοντας 56,1%, ενώ η πίστη στο μάτι μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση ακόμα και με απλή αναλογική (54,2%). Ασχημα νέα για τους αστρολόγους, αφού η πίστη στα ζώδια έχει υποχωρήσει στο 14,6% (ωστόσο η πρόβλεψη ορισμένων αστρολόγων για παγκόσμια αναταραχή στις αρχές του 2020, η οποία επιβεβαιώθηκε με τον κορωνοϊό, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της αξιοπιστίας του επαγγέλματος. Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς προσωπικότητες, έχουμε θετική γνώμη για τον Μπαράκ Ομπάμα (74,8%), για τον Μπιλ Γκέιτς (54,4%), για τον Εμανουέλ Μακρόν (48%) και για τον Βλαντιμίρ Πούτιν (41,3%). Αρνητική γνώμη έχουμε για την Αγκελα Μέρκελ (61,9%) και για τον Ντόναλντ Τραμπ (81,7%).

Λιγότερο κράτος, «όχι» στους μετανάστες

Η σχέση των Ελλήνων με το κράτος οδεύει σχεδόν στο διαζύγιο, κάτι αδιανόητο μόλις πριν από μία πενταετία. Κι αυτό δεν αφορά τη γραφειοκρατία, αλλά τον ίδιο τον ρόλο του κράτους στη ζωή μας. Οι 6 στους 10 (58,2%) πιστεύουμε ότι «το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά και δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας». Αντίστοιχο είναι το ποσοστό όσων τασσόμαστε υπέρ των αποκρατικοποιήσεων, υπέρ των ξένων επενδύσεων, υπέρ του μικρότερου δημόσιου τομέα και υπέρ της άποψης ότι «πρέπει η φορολογία να είναι χαμηλή, έστω κι αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα». Θα έλεγε κανείς ότι πέντε χρόνια αριστερής διακυβέρνησή ήταν αρκετά για να μας πείσουν να ασπαστούμε τον θατσερισμό, αν δεν εμφανιζόταν και πάλι η παραδοσιακή ελληνική αντιφατικότητα. Η ιδανική δουλειά των Ελλήνων (για τον έναν στους τρεις) παραμένει η θέση στο Δημόσιο, ενώ οι έξι στους δέκα θυσιάζουμε τον μεγαλύτερο μισθό και τις περισσότερες προοπτικές αν πρόκειται να εξασφαλίσουμε μεγαλύτερη σταθερότητα στην εργασία μας. Επιπλέον, σχεδόν οι μισοί (46,7%) θέλουμε να πάρουμε σύνταξη πριν από τα 60, ενώ οι άλλοι μισοί (45,6%) θέλουμε να εργαστούμε το πολύ ως τα 65. Κατά συνέπεια, το διαζύγιο με το κράτος μάλλον δεν έχει οριστικοποιηθεί μέσα μας, αν και βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Σε ό,τι αφορά τις νέες τεχνολογίες που θα επηρεάσουν την οικονομία και την ίδια τη ζωή μας, δεν είμαστε αρκετά ενημερωμένοι. Λιγότεροι από τους μισούς γνωρίζουμε τι είναι το bitcoin (ηλεκτρονικό κρυπτονόμισμα), τι είναι το 5G (δίκτυο Wi-Fi σύνδεσή στο Ιντερνετ με ταχύτητα 100 φορές μεγαλύτερη του 4G) και τι είναι το machine learning (μορφή τεχνητής νοημοσύνης).

Οι χειρότεροι φόβοι μας, πέραν της κλιματικής αλλαγής, είναι το δημογραφικό και η μετανάστευση. Το 64% των Ελλήνων ηλικίας 25-39 ετών δηλώνει ότι δεν έχει κανένα παιδί. Οι 9 στους 10 (92%) πιστεύουν ότι ο αριθμός των μεταναστών είναι υπερβολικά μεγάλος, οι έξι στους 10 (60,3%) ότι προκαλεί αύξηση της ανεργίας και πάνω από τους επτά στους δέκα (74,4%) ότι αυξάνει την εγκληματικότητα. Οι σχεδιαστές της έρευνας τόλμησαν την ερώτηση αν η παρουσία μεταναστών βοηθάει την επίλυση του δημογραφικού, για να εισπράξουν αρνητική απάντηση από το 73,2% – αν και το ποσοστό της θετικής απάντησης (28,2%) μάλλον μπορεί να θεωρηθεί απροσδόκητα υψηλό…

Ταυτότητα φύλου, θανατική ποινή και διάβασμα

Σε ό,τι αφορά την επέκτασης της ισότητας δικαιωμάτων σε νέες κατηγορίες πληθυσμού, οι Ελληνες εμφανίζονται κουμπωμένοι. Πάνω από πέντε στους δέκα (55,4%) τάσσονται κατά του δικαιώματος στον (πολιτικό) γάμο ομόφυλων ζευγαριών, αν και πιο εντυπωσιακό, ακόμα και για το 2020, είναι το γεγονός ότι τέσσερις στους δέκα (40,8%) τάσσονται υπέρ, ένα ποσοστό καθόλου χαμηλό. Η διαφωνία πάντως διευρύνεται όταν πρόκειται για την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια (74,1% κατά, 23,2% υπέρ). Διχασμένη είναι η κοινή γνώμη απέναντι στη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, με οριακή υπεροχή εκείνων που τάσσονται υπέρ (48,1% έναντι 46,8%). Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το 48,3% επιθυμεί την επιστροφή της θανατικής ποινής, παρά το γεγονός ότι απαγορεύεται από το κοινοτικό κεκτημένο και ότι το 74,1% βλέπει τηλεόραση σχεδόν καθημερινά. Κατά κάποιους οι παραπάνω στάσεις ίσως συνδέονται και με το γεγονός ότι ένας στους τρεις (373%) παραδέχεται ότι δεν διάβασε κανένα βιβλίο τους τελευταίους 12 μήνες.

Πηγή: εφ. Καθημερινή