O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ με θετική τάση από τη βαθμίδα ΒΒ (low) με σταθερή τάση, κάνοντας λόγο για ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας φέτος και για σημαντική πρόοδο στη μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων των τραπεζών στο 21,3% τον Ιούνιο του 2021 από 40,6% τον Δεκέμβριο του 2019.
Η θετική τάση αντανακλά την άποψη του οίκου ότι οι μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζονται σημαντικά ενισχυμένες.
Η αναβάθμιση των αξιόχρεου «αντανακλά τη θετική άποψη του DBRS για τις δημοσιονομικές και οικονομικές εξελίξεις πριν από την πανδημία που έφεραν τη χώρα σε θέση να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα τις συνεχιζόμενες προκλήσεις», σημείωσε ο οίκος στην ανακοίνωσή του, σημειώνοντας ότι η ισχυρή δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας πριν το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία αυξήθηκαν στα 32,2 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου 2021, έδωσαν στην κυβέρνηση δημοσιονομικό χώρο για να αμβλύνει τον αντίκτυπο της πανδημίας με τη εφαρμογή μέτρων στήριξης.
Παρά την υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό, η μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 8,2% το 2020 ήταν ηπιότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις και έθεσε τις βάσεις για μία ισχυρή ανάκαμψη έως τώρα φέτος, αναφέρει ο οίκος που σημειώνει ότι οι βασικοί παράγοντες για την αναβάθμιση του αξιόχρεου ήταν οι βελτιώσεις στους άξονες της «δημοσιονομικής διαχείρισης και πολιτικής», της «οικονομικής διάρθρωσης και επίδοσης» και της «νομισματικής πολιτικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».
Ο DBRS αναφέρεται στην ανάπτυξη της οικονομίας κατά 6,9% στο πρώτο εξάμηνο φέτος σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020 και στα στοιχεία που δείχνουν ισχυρή επίδοση του τουρισμού στο τρίτο τρίμηνο, με τις διεθνείς πτήσεις τον Αύγουστο να φθάνουν το 93% των επιπέδων του 2019.
Το πιο σημαντικό, τονίζει, είναι ότι η Ελλάδα αναμένεται να λάβει σημαντικά ποσά κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (Επόμενη Γενιά ΕΕ) και το πολυετές χρηματοδοτικό πλαίσιο, που ανέρχονται σε περίπου 70 δισ. ευρώ. Σημειώνει, επίσης, ότι το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που πιθανόν θα ενισχύσουν την δίκαιη ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό κενό της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Μετά τις εκλογές του 2019, η ελληνική κυβέρνηση έκανε σημαντική πρόοδο στην απεμπλοκή μεγάλων επενδυτικών σχεδίων, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον, αν και υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει, αναφέρει ο DBRS.
«Αν και παραμένει υψηλή η αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, ο DBRS θεωρεί ότι η Ελλάδα θα παραμείνει δεσμευμένη στη δημοσιονομική προσαρμογή όταν υποχωρήσει ο αντίκτυπος της πανδημίας και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις οδηγίες των ευρωπαϊκών θεσμών όταν επανέλθουν οι στόχοι», αναφέρει ο οίκος.
Για το δημόσιο χρέος αναφέρει ότι παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο, «αν και υπάρχουν πολλοί παράγοντες που περιορίζουν τον κίνδυνο», καθώς η Ελλάδα ωφελείται από την ευνοϊκή διάρθρωσή του, με τον επίσημο τομέα να κατέχει περίπου το 80% του χρέους και το μεγαλύτερο μέρος του να έχει πολύ χαμηλά επιτόκια.
Για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης “DBRS Morningstar” μίλησε ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας χαρακτηρίζοντας θετική εξέλιξη την κίνηση αυτή για την Ελληνική οικονομία.
Αναλυτικά η δήλωση του Υπουργού Οικονομικών:
«O οίκος αξιολόγησης “DBRS Morningstar” προχώρησε, σήμερα, στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, από ΒΒ(Low) σε ΒΒ.
Η αναβάθμιση πραγματοποιείται μόλις μία εβδομάδα μετά την αναβάθμιση της Ελλάδας από τη “Scope Ratings”.
Είναι η τέταρτη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης, το αξιόχρεο της χώρας μας, και η έβδομη από τότε που η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μία σειρά σημαντικών θετικών εξελίξεων για την ελληνική οικονομία.
Εξελίξεων οι οποίες είναι καρπός – και ταυτοχρόνως πιστοποίηση και επιβράβευση – των ορθών πολιτικών που έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί στο πεδίο της οικονομίας και γενικότερα της αποτελεσματικότητας της κυβερνητικής πολιτικής.
Παράλληλα, οι εξελίξεις αυτές αποδεικνύουν ότι η αξιοπιστία και το κύρος της Ελλάδας έχει ενισχυθεί.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται από τον οίκο αξιολόγησης, στην έκθεσή του, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ισχυρά σημάδια ανάκαμψης και οι προοπτικές της έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά.
Κάτι που οφείλεται – όπως υπογραμμίζει και ο οίκος – στα μέτρα στήριξης τα οποία έλαβε η Κυβέρνηση, συγκρατώντας την ύφεση το 2020, στην υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, “παρά την υγειονομική κρίση”, καθώς και στην ώθηση την οποία θα δώσει η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων που αναμένεται να λάβει η χώρα μας τα επόμενα έτη.
Αξιοποίηση με βάση και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, το οποίο, σύμφωνα με την έκθεση, “αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που αναμένεται να ενισχύσουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και τις επενδύσεις”.
Επιπρόσθετα, ο οίκος κάνει ειδική μνεία στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην παράταση του προγράμματος “Ηρακλής”, που – όπως τονίζει – μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού κόκκινων δανείων, εντός του 2022, καθώς και στο ασφαλές ύψος των ταμειακών διαθεσίμων.
Το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει τη συστηματική, σκληρή δουλειά, με όραμα, σχέδιο, αποφασιστικότητα, μετριοπάθεια και εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της πατρίδας μας και των πολιτών της. Θέτει συγκεκριμένες προτεραιότητες και υλοποιεί στοχευμένες πολιτικές, προκειμένου να επιτύχει συγκεκριμένους στόχους, οι οποίοι έχουν καταστεί ρεαλιστικοί.
Ένας εξ αυτών είναι η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας το 2023.
Η προσπάθειά μας για μια οικονομία πιο ισχυρή, παραγωγική και ανταγωνιστική και μια κοινωνία δικαιότερη και πιο συνεκτική είναι διαρκής».