“Το πρώτο που αναρωτιέται κανείς είναι γιατί επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει αυτό το δικαίωμα, που του δίνει ο κοινοβουλευτισμός, της πρότασης δυσπιστίας. Αυτό γίνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Είναι δύο κυρίως οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτό το δικαίωμα.” ανέφερε μεταξύ  άλλων στην ομιλία του στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Βουλευτής Μεσσηνίας της Νέας Δημοκρατίας Μίλτος Χρυσομάλλης και συμπλήρωσε:

“Ο ένας είναι εάν θεωρεί, όπως λέει ο Κανονισμός, ότι έχουν αλλάξει οι κοινοβουλευτικές ισορροπίες εντός Κοινοβουλίου. Πιστεύω δεν έχει καμία τέτοια εκτίμηση. Πριν ένα μήνα ψηφίσαμε τον Προϋπολογισμό, που δείχνει ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας σταθερά στηρίζει την Κυβέρνηση.
Ο δεύτερος λόγος, βάσει του Κανονισμού, είναι εάν θεωρεί ότι έχουν αλλάξει οι ισορροπίες στην κοινωνία ως προς τη δύναμη των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Ως προς την Κυβέρνηση δεν φαίνεται κάτι τέτοιο, φαίνεται όμως ως προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση και ίσως τελικά αυτός να είναι ο λόγος, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο γίνεται η πρόταση δυσπιστίας, θέλοντας να προλάβει ο κ. Τσίπρας τη δημοσκοπική του κατάρρευση και πιθανόν τη δημοσκοπική τρίτη θέση στην οποία φαίνεται ότι πηγαίνει ολοταχώς.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ευκαιρία που δίνεται είναι για να ακούσουμε και να πούμε εμείς οι Βουλευτές ορισμένα πεπραγμένα αυτής της Κυβέρνησης για να τα μάθει η ελληνική κοινωνία.
Εμείς είμαστε μια Κυβέρνηση που ίσως για πρώτη φορά αντιμετώπισε έκτακτες συνθήκες, οι οποίες ήταν εκτός του προεκλογικού της προγράμματος. Πρέπει να είναι ίσως η μοναδική κυβέρνηση που βρέθηκε σε μια σειρά έκτακτων γεγονότων, που για την ώρα έχουν διαρκέσει σχεδόν όσο και ο χρόνος διακυβέρνησής της.
Αντιμετωπίσαμε άμεσα την ασύμμετρη εισβολή του λαθρομεταναστευτικού στον Έβρο, την πανδημία που αντιμετωπίζουμε δύο χρόνια και φυσικά τις πολύμηνες τουρκικές προκλήσεις.
Θα μπορούσαμε πάρα πολύ εύκολα να ακολουθήσουμε τη δική σας τακτική, να πούμε ότι μας έτυχε στραβή στη βάρδιά μας, να πούμε ότι αυτά δεν ήταν μέσα στην προεκλογική μας ατζέντα. Θα μπορούσαμε κάλλιστα –το τρέματε τότε- να ζητήσουμε ανανέωση της λαϊκής εντολής τον Ιούνιο του 2020, μετά το πρώτο lockdown, πολύ εύκολα. Το κάνατε και εσείς το πρώτο εξάμηνο, γιατί γνωρίζατε ότι μέσα σε ένα εξάμηνο εύκολα ο ελληνικός λαός όχι απλά δίνει στην κυβέρνηση τα προηγούμενά του ποσοστά και πολύ περισσότερα.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή είμαστε μια υπεύθυνη δύναμη, μια υπεύθυνη παράταξη, κοιτάξαμε κατάματα τον ελληνικό λαό και του είπαμε «αναλαμβάνουμε και τις ευθύνες των έκτακτων γεγονότων, τη διαχείρισή τους και τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις, όπως μας δώσατε εντολή και δεν θα κάνουμε καμία έκπτωση από αυτές».
Γι’ αυτό, αντιμετωπίσαμε στον Έβρο την κατάσταση, χτίσαμε τον φράχτη, στα νησιά μας την κατάσταση. Πώς παραλάβαμε τη Μόρια; Πώς είναι σήμερα τα κέντρα υποδοχής; Αντιμετωπίσαμε τις πολύμηνες τουρκικές προκλήσεις, αναβαθμίζοντας γεωπολιτικά τη χώρα με συμφωνίες που δεν έχουν ξαναγίνει, με τη Γαλλία, την Αμερική, την ΑΟΖ με την Αίγυπτο, με το Ισραήλ τη συνεργασία.
Και αντιμετωπίζουμε και την πανδημία, για την οποία δεν χρειάζεται να πω πολλά, έχουν γίνει πάρα πολλές κοινοβουλευτικές συζητήσεις για αυτή.
Ταυτόχρονα, υλοποιούμε και τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις. Γι’ αυτό μειώσαμε τις ασφαλιστικές εισφορές, όπως το είχαμε υποσχεθεί, γι’ αυτό μειώνουμε τη φορολογία φυσικών προσώπων και εταιρειών, γι’ αυτό μειώνουμε τη γραφειοκρατία, γι’ αυτό μειώνουμε όλες αυτές τις παθογένειες οι οποίες λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τους επενδυτές. Και πλέον είμαστε ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, πράγμα το οποίο σημαίνει νέες θέσεις εργασίας -σε αυτό οφείλεται η μείωση της ανεργίας- και σε δεύτερο βήμα σημαίνει και καλύτερες αμειβόμενες θέσεις εργασίας, άρα, στο τέλος αυτό σημαίνει ότι έχεις να εισπράξεις λιγότερα από πολλούς και αυτό είναι η μείωση της φορολογίας την οποία επιτυγχάνουμε.
Προφανώς, αυτή η απλή αλυσίδα γεγονότων ως προς τη φορολογία και τις θέσεις εργασίας είναι κάτι που ποτέ η Αριστερά δεν θα το καταλάβει, γιατί θεωρεί ότι οι μόνες επενδύσεις είναι οι δημόσιες και για να το πετύχει αυτό, αυξάνει τη φορολογία και τελικά, αυξάνει την ανεργία, τσακίζει τη μεσαία τάξη, όπως πολύ εύστοχα το έχετε παραδεχτεί εσείς και πολύ περιγραφικά το έχει πει δημόσια ο κ. Πολάκης.
Αναρωτιέμαι γιατί αυτή η πρόταση δυσπιστίας. Για την πανδημία, όπως λέτε –γιατί είναι ένας από τους τρεις λόγους για τους οποίους την κάνατε- τα έχουμε πει κοινοβουλευτικά σε αμέτρητες συνεδριάσεις. Για τις ανατιμήσεις τιμών -δεύτερος λόγος για τον οποίο τη ζητήσατε- το ίδιο. Ομοίως και για την κακοκαιρία. Θα μπορούσε να υπάρξει μια ημερήσια συζήτηση και όσες φορές θέλετε με επερωτήσεις να έρχεται ο Υπουργός και να σας εξηγεί τα πάντα.
Θέλω, όμως, εδώ για την κακοκαιρία να αναδείξω ένα άλλο σημείο της δικής μας πολιτικής αντίληψης, του δικού μας ήθους και της δικής μας προσέγγισης των πραγμάτων, γιατί όντως, δεν πήγαν καλά τα πράγματα σε αυτή την κακοκαιρία, κυρίως με την Αττική Οδό και άλλες επιμέρους οδούς.
Ζητήσαμε ειλικρινή συγγνώμη, όχι προσχηματική και γνωρίζουμε το εξής και αυτό, κύριε Υπουργέ, να το ξέρετε και το ξέρετε, είμαι σίγουρος: Τους πολίτες δεν τους νοιάζει ποιος ευθύνεται ή ποιοι παράγοντες συντέλεσαν στο να κλείσει η Αττική Οδός ή και άλλες οδοί στο Λεκανοπέδιο και να ταλαιπωρηθούν χιλιάδες συμπολίτες μας. Τους πολίτες δεν τους νοιάζουν οι διαδικασίες, ούτε ο συντονισμός, ούτε τα ραντάρ, ούτε η ασυνεννοησία μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών και των ιδιωτικών εταιρειών. Τους νοιάζει το αποτέλεσμα, τους νοιάζει να ενημερώνονται έγκαιρα, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους και τους νοιάζει να έρχεται η βοήθεια άμεσα, σε περίπτωση που αυτή τεθεί σε κίνδυνο. Δεν είναι ώρα να αποδώσουμε ευθύνες. Είμαι σίγουρος ότι μέσα από τις διαδικασίες θα αποδοθούν, όμως και πρέπει να αποδοθούν.
Αυτή η Κυβέρνηση αποδεικνύει ότι αναγνωρίζει τα λάθη της και τα αντιμετωπίζει και γι’ αυτό ο ελληνικός λαός ακόμα την εμπιστεύεται, γιατί ξέρει ότι αυτή η Κυβέρνηση, ναι, έχει κάνει πολλά και ακόμα ο ελληνικός λαός ζητάει περισσότερα. Για ποιον λόγο; Γιατί ξέρει ότι είναι η μόνη ικανή να φέρει εις πέρας το δύσκολο μεταρρυθμιστικό έργο, πράγματα που δεν έχουν γίνει σαράντα χρόνια στη Μεταπολίτευση.”