Αισιόδοξα μηνύματα για τα επόμενα βήματα στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ανέπεμψε η συνάντηση ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Τούρκο πρόεδρο. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο και μάλιστα δύο μήνες μετά το Βίλνιους, όπου οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι οι τόνοι πρέπει να πέσουν και να συνεχιστεί ο πολιτικός διάλογος. Εξάλλου, οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία, άνοιξαν εκ των πραγμάτων μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αθήνα και Άγκυρα προσήλθαν στη συνάντηση με πάγιες θέσεις, αναζητώντας ωστόσο μια κοινή συνισταμένη για την επίλυση των διαφορών.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης των ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας, τέθηκε επί τάπητος οδικός χάρτης των επόμενων επαφών μεταξύ των δύο χωρών, ο οποίος μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τη συνέχιση του πολιτικού διαλόγου με τις επαφές των δύο πλευρών να προγραμματίζονται στις 16 Οκτωβρίου, την εφαρμογή και ενίσχυση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, τις συνομιλίες για την προώθηση της θετικής ατζέντας, η οποία περιλαμβάνει τομείς από τον τουρισμό μέχρι τις επενδύσεις, αλλά και το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, που θα γίνει στις 7 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, παρουσία των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ταγίπ Ερντογάν.
Οι δύο ηγέτες αντάλλαξαν επίσης απόψεις για περιφερειακά και διεθνή ζητήματα. Συζήτησαν για την κλιματική κρίση και τις επιπτώσεις της, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσογείου, καθώς οι δύο χώρες βίωσαν πρόσφατα σοβαρές φυσικές καταστροφές και συμφώνησαν ότι η ενίσχυση της συνεργασίας στην Πολιτική Προστασία αποτελεί προτεραιότητα. Συμφώνησαν ακόμη να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, αναγνωρίζοντας ότι αποτελεί κοινή πρόκληση. Οι υπουργοί Εξωτερικών θα συνεχίσουν τη συνεργασία και τον συντονισμό για να προωθήσουν τον συμφωνημένο οδικό χάρτη.
Ενδεικτικό του θετικού κλίματος είναι το γεγονός ότι το πρωθυπουργικό γραφείο και η τουρκική προεδρία εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση μετά το πέρας της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές που οι δύο πλευρές όχι μόνο καταλήγουν σε συμφωνίες, αλλά και σε κοινές ενημερώσεις σχετικά με το τι συζητήθηκε.
Παρά την αποφασιστικότητα των δύο πλευρών, ο δρόμος φαίνεται να είναι μακρύς. Τα πιο δύσκολα ζητήματα της ατζέντας θα συζητηθούν στις επαφές που θα ακολουθήσουν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο μεταξύ των διπλωματικών αποστολών Ελλάδας και Τουρκίας, με σκοπό να έχει γίνει μια προεργασία, έτσι ώστε στις 7 Δεκέμβριου στη Θεσσαλονίκη, που οι δύο ηγέτες θα καθίσουν εκ νέου στο τραπέζι, ενδεχομένως να υπάρξουν εξελίξεις. Η ελληνική πλευρά ξεκαθάρισε βέβαια ότι η συνέχιση του κλίματος ηρεμίας και η αποφυγή ρητορικών εξάρσεων που αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία και τα αυτονόητα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση του θετικού momentum, αλλά και για να μπορέσουν να γίνουν τα επόμενα βήματα και να εφαρμοστεί το καθορισμένο πλαίσιο και ο οδικός χάρτης για τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν το προσεχές διάστημα σε διαφορά επίπεδα.
Στην αλλαγή στάσης της Τουρκίας σημαντικό ρόλο έπαιξαν: 1) η πολιτική κατάσταση σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο, με τρεις νέες κυβερνήσεις με ισχυρή νομιμοποίηση, 2) το ελληνικό δόγμα της αποτροπής με μεγάλη ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, 3) oι σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας που είναι πολύ καλύτερες από τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, 4) το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, όπου μέσω αυτού γίνεται η μετακίνηση στρατευμάτων και όπλων στην Ουκρανία και στην Ανατολική Ευρώπη, 5) η Αλεξανδρούπολη, η οποία υποδέχεται αμερικανικό υγροποιημένο αέριο προκειμένου να διοχετευτεί μετά στις αγορές, 6) η συνεργασία της Ελλάδας με αμερικανικές εταιρείες για εξορύξεις ανοιχτά της Κρήτης και νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου, 7) οι διπλωματικές νίκες της Ελλάδας και οι ισχυρές της συμμαχίες με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τα ΗΑΕ, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, 8) η ανάγκη για απόκτηση νέων μαχητικών αεροσκαφών F16, καθώς μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων έχουν συνδέσει την έγκριση του προγράμματος όχι μόνο με το «ΝΑΙ» της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας, αλλά και με την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας προς την Ελλάδα.
Αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών παραμένει το Κυπριακό, ειδικά μετά και τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών, όπου ζήτησε την διεθνή αναγνώριση του Ψευδοκράτους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επανέλαβε βέβαια τη γνωστή θέση της Αθήνας ότι δεν μπορεί να συζητηθεί καμία λύση έξω από το πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ότι η επιμονή της Τουρκίας σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο είναι άκρως αντιπαραγωγική.
Στο ζήτημα της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για ένα περίπλοκο ζήτημα και ότι χρειάζεται χρόνος, ώστε το θετικό κλίμα να δημιουργήσει συνθήκες, προκειμένου σε επόμενο χρόνο οι δύο χώρες να αποπειραθούν να επιλύσουν τη μία και μόνη διαφορά, που τις χωρίζει. Σε κάθε περίπτωση, εάν υπάρξει ένα παράθυρο ευκαιρίας, έστω και μικρό αξίζει να το αξιοποιήσουμε, χωρίς φυσικά ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στις πάγιες ελληνικές θέσεις, και κυρίως έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αν η παγωμένη διαφορά με τη γειτονική χώρα μπορεί να μετατραπεί σε μια ειρηνική λύση, επωφελεία των δύο χωρών και των δύο λαών, τότε θα πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία διευθέτησής της στο Δικαστήριο της Χάγης, έχοντας ως οδηγό τη διάσημη φράση του Κένεντι: «Δεν πρέπει να διαπραγματευόμαστε από φόβο, αλλά να μη φοβόμαστε να διαπραγματευτούμε».