Στο 2,1% από 2,2% μειώνει την πρόβλεψή της για την άνοδο του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές της προβλέψεις.
Όπως αναφέρεται, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, το πραγματικό ΑΕΠ ήταν 0,2% (σε τριμηνιαία βάση) το α’ τρίμηνο του 2019 που ανταποκρίνεται σε έναν ρυθμό ανάπτυξης 1,3% (σε ετήσια βάση), χαμηλότερα του 1,5% το προηγούμενο τρίμηνο. Αυτή η επιβράδυνση τονίζει την εύθραυστη φύση της ανάκαμψης της Ελλάδας.
Κατά την Κομισιόν, η ανάπτυξη το α’ τρίμηνο στηρίχθηκε κυρίως στην ανάκαμψη των επενδύσεων, ιδιαίτερα στις μη οικιστικές κατασκευές και στον εξοπλισμό. Η ιδιωτική κατανάλωση ανέκτησε τις απώλειές της από το περασμένο τρίμηνο αυξάνοντας έτσι ήπια την ανάπτυξη της εσωτερικής κατανάλωσης. Ωστόσο, ο εξωτερικός τομέας επιβάρυνε την ανάπτυξη, και η δημόσια κατανάλωση επίσης μειώθηκε. Και οι δυο παράγοντες υποδηλώνουν πως κάποια από τα πτωτικά ρίσκα που τονίστηκαν στην προηγούμενη (εαρινή) πρόβλεψη έχουν αρχίσει να υλοποιούνται.
Γενικά, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να φτάσει στο 2,1% το 2019 και να επιταχυνθεί ελαφρώς στο 2,2% το 2020, καθώς θα αυξάνονται οι ιδιωτικές επενδύσεις. Τα πτωτικά ρίσκα σχετίζονται με μια μεγαλύτερη του αναμενόμενου επιρροή από την αποδυνάμωση του εξωτερικού περιβάλλοντος και με την υποεκτέλεση του προϋπολογισμού.
Όσον αφορά στην ευρωπαϊκή οικονομία προβλέπεται να σημειώσει ανάπτυξη για έβδομο συνεχόμενο έτος το 2019, καθώς αναμένεται επέκταση των οικονομιών όλων των κρατών μελών. Η ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους ήταν ισχυρότερη από την αναμενόμενη, γεγονός που οφείλεται σε ορισμένους προσωρινούς παράγοντες, όπως οι ήπιες χειμερινές συνθήκες και η ανάκαμψη των πωλήσεων αυτοκινήτων. Επίσης, επωφελήθηκε από μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, χάρη στα οποία τονώθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε διάφορα κράτη μέλη. Ωστόσο, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία επισκιάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και της έντονης πολιτικής αβεβαιότητας. Οι παράγοντες αυτοί εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά την εμπιστοσύνη στον μεταποιητικό τομέα, τον πλέον εκτεθειμένο στο διεθνές εμπόριο, και προβλέπεται να αποδυναμώσουν τις προοπτικές ανάπτυξης για το υπόλοιπο του έτους.
Ως εκ τούτου, η πρόβλεψη για αύξηση 1,2 % του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ το 2019 παραμένει αμετάβλητη, ενώ η πρόβλεψη για το 2020 έχει μειωθεί ελαφρά σε 1,4 %, βάσει του πιο συγκρατημένου ρυθμού που αναμένεται κατά το υπόλοιπο του έτους (εαρινές προβλέψεις: 1,5 %). Οι προβλέψεις για το ΑΕΠ της ΕΕ παραμένουν αμετάβλητες στο 1,4 % το 2019 και στο 1,6 % το 2020.
Ο κ. Βάλντις Ντομπρόβσκις, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής και Επίτροπος αρμόδιος για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο, καθώς και για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες και την Ένωση Κεφαλαιαγορών, δήλωσε σχετικά: «Όλες οι οικονομίες της ΕΕ αναμένεται να μεγεθυνθούν φέτος και την επόμενη χρονιά, μολονότι η έντονη ανάπτυξη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έρχεται σε αντίθεση με την επιβράδυνση που παρατηρείται στη Γερμανία και την Ιταλία. Η ανθεκτικότητα των οικονομιών μας δοκιμάζεται από τη συνεχιζόμενη αδυναμία του μεταποιητικού τομέα, που οφείλεται στις εμπορικές εντάσεις και την πολιτική αβεβαιότητα. Στο εσωτερικό, το ενδεχόμενο του Brexit χωρίς συμφωνία εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πηγή κινδύνου.»
Ο Πιερ Μοσκοβισί, Επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, δήλωσε σχετικά: «Η ευρωπαϊκή οικονομία συνεχίζει να επεκτείνεται σε ένα δύσκολο παγκόσμιο πλαίσιο. Όλες οι χώρες της ΕΕ αναμένεται να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, τόσο το 2019 όσο και το 2020, με την ισχυρή αγορά εργασίας να στηρίζει τη ζήτηση. Δεδομένων των πολυάριθμων κινδύνων για τις προοπτικές, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες για περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών μας και της ζώνης του ευρώ συνολικά.»
Ενώ η ανάπτυξη στις αρχές του έτους επωφελήθηκε από μια σειρά προσωρινών παραγόντων, οι προοπτικές για το υπόλοιπο του έτους είναι δυσμενέστερες, δεδομένου ότι απομακρύνεται η πιθανότητα γρήγορης ανάκαμψης της παγκόσμιας μεταποίησης και του εμπορίου. Η αύξηση του ΑΕΠ το 2020 προβλέπεται ότι θα είναι υψηλότερη, εν μέρει λόγω του μεγαλύτερου αριθμού εργάσιμων ημερών. Η εγχώρια ζήτηση, ιδίως η κατανάλωση των νοικοκυριών, εξακολουθεί να αποτελεί κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, υποβοηθούμενη από τη σταθερά ισχυρή αγορά εργασίας. Το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ κατά το τρέχον και το επόμενο έτος, αλλά η ανάπτυξη θα είναι σημαντικά υψηλότερη σε ορισμένες περιοχές (π.χ. Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μάλτα και Ιρλανδία) απ’ ό,τι σε άλλες (π.χ. Ιταλία, Γερμανία).
Οι προβλέψεις για τον ονομαστικό πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα το τρέχον και το επόμενο έτος, κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου και των ελαφρώς δυσμενέστερων οικονομικών προοπτικών. Ο πληθωρισμός (εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή) στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται τώρα να ανέλθει κατά μέσο όρο σε 1,3 % το 2019 και το 2020 (εαρινές προβλέψεις: 1,4 % το 2019 και το 2020), ενώ στην ΕΕ προβλέπεται να ανέλθει σε 1,5 % το 2020 και σε 1,6 % το 2020 (εαρινές προβλέψεις: 1,6 % το 2019 και 1,7 % το 2020).
Αυξημένοι κίνδυνοι δυσμενών εξελίξεων
Οι κίνδυνοι για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό διασυνδεδεμένοι και είναι κυρίως αρνητικοί. Η συνέχιση της οικονομικής αντιπαράθεσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, θα μπορούσε να παρατείνει την τρέχουσα πτωτική τάση στο παγκόσμιο εμπόριο και τη μεταποίηση και να επηρεάσει και άλλες περιοχές και τομείς. Το γεγονός αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας μεταξύ άλλων διαταραχές στη χρηματοπιστωτική αγορά. Οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή αυξάνουν επίσης την πιθανότητα σημαντικών αυξήσεων στις τιμές του πετρελαίου. Σε εσωτερικό επίπεδο, το Brexit εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα πηγή αβεβαιότητας. Τέλος, υπάρχουν επίσης σημαντικοί κίνδυνοι για τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές κινητήριες δυνάμεις και την οικονομική δυναμική στη ζώνη του ευρώ. Σε περίπτωση που συνεχιστούν οι αδυναμίες στον τομέα της μεταποίησης, σε συνδυασμό με τη μειωμένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων, θα μπορούσαν να επεκταθούν σε άλλους τομείς και να βλάψουν τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την ιδιωτική κατανάλωση και, εν τέλει, την ανάπτυξη.