Με αποτυχία φαίνεται να στέφονται οι μεθοδευμένες προσπάθειες του Τούρκου προέδρου, Ερντογάν να χειραγωγήσει τα ΜΜΜΕ, σύμφωνα με έκθεση της δεξαμενής σκέψης «Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο».
Οι αλλαγές στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης» ήταν το θέμα έκθεσης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης «Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο». Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στις προσπάθειες του προέδρου Ερντογάν να χειραγωγήσει τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και τις αντιδράσεις του αναγνωστικού και τηλεοπτικού κοινού σε προσπάθειες λογοκρισίας.
Ένας εκ των συντακτών της έκθεσης, ο πολιτικός επιστήμονας Άντριου Ο΄ Ντόνοχιου, εκτίμησε ότι: «Διαπιστώσαμε ότι ο έλεγχος των τουρκικών μέσων ενημέρωσης από τον Ταγίπ Ερντογάν δεν αυξάνεται πια το τελευταίο διάστημα. Το αντίθετο συμβαίνει. Η έκθεσή μας δείχνει ότι αρχίζει σιγά-σιγά να χάνει τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης».
Σύμφωνα με την έκθεση το 70% του τουρκικού πληθυσμού θεωρεί ότι τα τουρκικά μέσα «μεταδίδουν προκατειλημμένες και αναξιόπιστες ειδήσεις». Το 56% μάλιστα πιστεύει ότι «τα μέσα ενημέρωσης της χώρας βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κράτους και δεν έχουν καμία δυνατότητα να εκφραστούν ελεύθερα».
Όπως δήλωσε ο Άντριου Ο΄ Ντόνοχιου το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι απόψεις αυτές εκφράζονται ακόμα και από ψηφοφόρους των κυβερνώντων κομμάτων. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του υπερθνικιστικού συγκυβερνώντος Κόμματος, του Εθνικού Κινήματος MHP, θεωρεί ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει ελευθερία του Τύπου και ότι το 50% των ψηφοφόρων του ΑΚΡ, αλλά και το 63% εκείνων που ψηφίζουν MHP κρίνουν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης ως «προκατειλημμένα και αναξιόπιστα». Κατά την εκτίμηση του συντάκτη της έκθεσης είναι εντυπωσιακό ότι παρά την πόλωση στα μέσα ενημέρωσης δεν υπάρχει κανένας δημοσιογραφικός οργανισμός στη Τουρκία που να χαίρει εκτίμησης σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας.
Η έκθεση του «Κέντρου για την αμερικανική πρόοδο» αναφέρει ότι λόγω της κατάστασης των τουρκικών μέσων ενημέρωσης η κοινή γνώμη της χώρας στρέφεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μικρότερες διαδικτυακές πλατφόρμες για να ενημερωθεί. Κάνει μάλιστα λόγο για ενδείξεις ότι ο πρόεδρος Ερντογάν φοβάται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά οι προσπάθειές του να τα ελέγξει δεν έχουν αποφέρει καρπούς. Το τελευταίο διάστημα το twitter έσβησε 7.000 λογαριασμούς προπαγάνδας υπέρ του ΑΚΡ, γεγονός που δείχνει ότι ο Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει τη χειραγώγηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο πολιτικός επιστήμονας προσθέτει ότι ο πρόεδρος Ερντογάν ανησυχεί ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ωφελούν πολιτικούς της αντιπολίτευσης, όπως ο δήμαρχος Κων/πολης Εκρέμ Ιμάμογλου και ο πρώην υπουργός Οικονομίας Αλί Μπαμπατσάν.
Υπάρχουν ακόμα ορισμένοι δημοσιογράφοι-ήρωες
Ένα ακόμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι τόσο τα μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στη κυβέρνηση όσο και εκείνα που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση διαδίδουν συνειδητά fake news. Για παράδειγμα, λέει ο Άντριου Ο΄ Ντόνοχιου η πιο δημοφιλής αντιπολιτευτική εφημερίδα Sözcü διέδιδε ψευδείς πληροφορίες για Σύρους πρόσφυγες και μετανάστες που ζουν στη Τουρκία.
Ο πολιτικός επιστήμονας διαπιστώνει ότι στην Τουρκία η ερευνητική δημοσιογραφία έχει σχεδόν εκλείψει. Ακόμα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, όπως το Τ24 και το Medyascope, περιορίζονται απλά σε σχολιασμούς της επικαιρότητας ή τη δημοσίευση απόψεων ειδικών και γνωστών προσωπικοτήτων, σημειώνει ο Άντριου Ο΄ Ντόνοχιου.
Παρά τις πολλές προσπάθειες φίμωσης των τουρκικών μέσων ενημέρωσης ο συντάκτης της έκθεσης διαπιστώνει ότι υπάρχουν, όπως λέει, θαρραλέοι ήρωες που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να μεταφέρουν στους ανθρώπους την πραγματική εικόνα. Ο πολιτικός επιστήμονας από το «Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο θεωρεί ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην Τουρκία δημοσιογράφοι που ελέγχουν τις πληροφορίες τους και αποκαλύπτουν φαινόμενα παραπληροφόρησης. Ο ειδικός καταλήγει ωστόσο ότι τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης βρίσκονται σε ιδιαίτερα δεινή θέση και πως την ίδια στιγμή το κοινό επιθυμεί πρόσβαση σε μια ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα ορισμένοι δημοσιογράφοι που αγωνίζονται, είναι πολύ σημαντικό αυτό, τονίζει ο Άντριου Ο΄ Ντόνοχιου.
Πηγή: DW