Η αντίστροφη μέτρηση για την Καθαρά Δευτέρα έχει αρχίσει και στις χαλβαδοποιίες τα καζάνια είναι συνεχώς γεμάτα προκειμένου οι ιδιοκτήτες τους να μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στις αυξημένες παραγγελίες για τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή στις γαστριμαργικές προτιμήσεις της ημέρας.
Μπορεί φέτος η Καθαρά Δευτέρα να είναι διαφορετική εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού, ωστόσο ο χαλβάς δεν θα λείψει από το οικογενειακό τραπέζι.
Στο παρασκευαστήριο των αδελφών Λουκά, στη Μενεμένη Θεσσαλονίκης, ένα από τα από παλιά εργαστήρια του είδους στην πόλη, αυτές τις ημέρες όλοι έχουν σηκώσει μανίκια και εργάζονται πυρετωδώς προκειμένου να ικανοποιήσουν όλους τους πελάτες τους. Το σουσάμι, η ζάχαρη και όλα τα υλικά μπαίνουν στο μπασίμι, το μπακιρένιο σκεύος, κι εκεί «δένουν» με την καυτή καραμέλα και με την προσθήκη των υπολοίπων υλικών, ώσπου να γίνει ο χαλβάς.
«Περισσότεροι από δυο τόνοι παρασκευάζονται αυτές τις ημέρες στο δικό μας εργαστήριο, ενώ περίπου ενάμισης τόνος είναι η ημερήσια παραγωγή στη διάρκεια της Σαρακοστής», εξηγεί στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», ο Γιάννης Λουκάς, που μαζί με το αδερφό του, Γιώργο, παρασκευάζουν τον χαλβά με τη συνταγή των παππούδων τους και μάλιστα στα ίδια σκεύη που χρησιμοποιούσαν εκείνοι.
«Ο τρόπος κατεργασίας δεν έχει αλλάξει, έχουμε ακόμη τα μπακιρένια μπασίμια που τα έφεραν μαζί τους οι παππούδες μας από την Κωνσταντινούπολη το 1945. Σε αυτά ζυμώνουμε και σήμερα τον χαλβά, καθώς ο χαλκός δεν χαλάει ποτέ, το μόνο που κάνουμε είναι να τα γανώνουμε και εκεί μέσα κάνουμε κι εμείς τη μίξη γιατί δεν θέλουμε να χαθεί η μαγική συνταγή τους», εξηγεί ο κ. Λούκας.
Στο εργαστήριο δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι παραδοσιακό ή που διαθέτει κάποιον αυτοματισμό. Δεν υπάρχει καν χρονόμετρο πάνω στο καζάνι, αφού με τη δουλειά αυτή έχει επιφορτιστεί ο Γιώργος Λουκάς, που κουβαλά χρόνια εμπειρίας, καθώς από μικρό παιδί, όπως λέει, έχει μεγαλώσει μέσα στους χαλβάδες. «Έχω πολλές αναμνήσεις στο εργαστήριο. Θυμάμαι πως πολλές φορές διάβαζα τα μαθήματά μου εκεί, τόσο στο γυμνάσιο όσο και αργότερα, όταν φοιτούσα στο πανεπιστήμιο. Ήμουν οκλαδόν, δίπλα στα καζάνια, με το βιβλίο στο χέρι και παράλληλα βοηθούσα τον πατέρα μου, που έφτιαχνε τον χαλβά που τότε τον ζύμωναν με τα χέρια», λέει ο κ. Λουκάς.
Τα ίδια παιδικά βιώματα είχε και ο αδερφός του, με τον οποίο ένωσαν τη κοινή τους αγάπη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και από τότε οι δυο τους κρατούν το τιμόνι της επιχείρησης. Δίκτυο διανομής για τη Θεσσαλονίκη και πωλητές δεν διαθέτουν. Οι πελάτες τους, ιδιώτες και καταστηματάρχες, πηγαίνουν οι ίδιοι να αγοράσουν χαλβά από το εργαστήριο, είτε τις συσκευασίες του ενός κιλού για το σπίτι, είτε τα δεκάκιλα που προορίζονται για καταστήματα λιανικής πώλησης, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα ξηρών καρπών.
Ο χαλβάς των Θεσσαλονικιών παρασκευαστών «ταξιδεύει» εδώ και 15 χρόνια στις αγορές του κόσμου, με εξαγωγές στην Αυστραλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Πολωνία, τη Σουηδία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία, τη Λετονία και τη Ρουμανία. Σύμφωνα με τον κ. Λουκά, η Πολωνία είναι πρώτη στις παραγγελίες φέτος, καθώς οι Πολωνοί έχουν βάλει το σουσάμι ψηλά στις διατροφικές τους συνήθειες. Όσο για την Ελλάδα, προμηθεύουν συνολικά 1400 πελάτες σε 48 από τους 52 νομούς.
Τα χαλβαδοκάζανα πάντως για την κάλυψη τη παραγωγής ενόψει Καθαρής Δευτέρας έχουν πάρει φωτιά και μπορεί η βασική συνταγή να είναι απλή, παραδοσιακή, ωστόσο τα δυο αδέρφια έχουν παρασκευάσει χαλβάδες για όλα τα γούστα, έχοντας παντρέψει παραδοσιακές γεύσεις με άλλες, σύγχρονες. «Δημιουργήσαμε φέτος πάνω από 15 γεύσεις χαλβά. Κλασικούς, όπως ο χαλβάς βανίλια, κακάο, μέλι, φιστίκι, που αποτελούν άλλωστε την πρώτη επιλογή για το σαρακοστιανό τραπέζι της οικογένειας, αλλά και πιο …γκουρμέ, με φρούτα. Για τους τολμηρούς γευσιγνώστες, οι αδερφοί Λουκά προτείνουν χαλβά ψητό σε αλουμινόχαρτο!