Η τραγωδία των Τεμπών με τους 57 νεκρούς και πολλές πληγωμένες οικογένειες, στις 23 Μαρτίου 2023, αποτελεί μια από τις πιο μαύρες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και συνεχίζει να ρίχνει βαριά σκιά στην ελληνική κοινωνία, καθώς η οργή και ο πόνος των συγγενών των θυμάτων παραμένουν ζωντανά.

Δύο πρόσφατα περιστατικά, ωστόσο, έρχονται να αναδείξουν την πολυπλοκότητα της κατάστασης: η επίθεση κατά του Κώστα Αγοραστού, στη Λάρισα και η έντονη πολιτική αντιπαράθεση στη Βουλή, με πρωταγωνιστή τον Κυριάκο Βελόπουλο.

Το πρώτο περιστατικό συνέβη όταν ο πρώην περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Κώστας Αγοραστός, δέχτηκε επίθεση από συγγενείς των θυμάτων στον χώρο του Διοικητηρίου της Περιφέρειας, στη Λάρισα. Οι συγγενείς, που είχαν συγκεντρωθεί για να παρέμβουν σε συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, κατηγορούν τον κ. Αγοραστό για αμέλεια και ανευθυνότητα στη διαχείριση της κρίσης. Η ένταση κλιμακώθηκε, οδηγώντας σε επίθεση εναντίον του, γεγονός που οδήγησε τον πρώτην περιφερειάρχη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου της πόλης.

Το περιστατικό αναδεικνύει τη βαθιά οργή και την αγανάκτηση που εξακολουθούν να κυριαρχούν στις οικογένειες των θυμάτων. Είναι κατανοητό ότι ο πόνος της απώλειας είναι αβάσταχτος και ότι οι συγγενείς αναζητούν δικαιοσύνη και απαντήσεις. Ωστόσο, η αυτοδικία, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, αποτελεί επικίνδυνη οδό που όχι μόνο δεν επιλύει προβλήματα, αλλά θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.

Ο λαϊκισμός στη Βουλή

Την ίδια ώρα, η συζήτηση στη Βουλή για την αναδιάρθρωση του σιδηροδρομικού τομέα ήρθε να προσθέσει λάδι στη φωτιά. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος, προχώρησε σε δηλώσεις που εξυμνούν την αυτοδικία, προκαλώντας την έντονη αντίδραση άλλων βουλευτών, όπως του Θεόφιλου Ξανθόπουλου από τον ΣΥΡΙΖΑ. «Εάν ήταν το παιδί μου, δεν ξέρω τι θα έκανα τον υπουργό», δήλωσε ο κ. Βελόπουλος, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε αναφορές για την επαναφορά της θανατικής ποινής. Οι δηλώσεις αυτές όχι μόνο παραβιάζουν τις θεσμικές αρχές, αλλά τροφοδοτούν και έναν επικίνδυνο λαϊκισμό που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική αποσταθεροποίηση.

Αυτό που καθιστά τις δηλώσεις του αρχηγού της Ελληνικής Λύσης ακόμη πιο ανησυχητικές είναι η εκμετάλλευση του πόνου των οικογενειών για πολιτική σκοπιμότητα. Οι ακροδεξιές πρακτικές που επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν την οργή των πολιτών, θυμίζουν ανάλογες τακτικές της ακροαριστεράς σε άλλες τραγωδίες του παρελθόντος. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για λαϊκισμό που αποπροσανατολίζει από την ουσία του προβλήματος: την ανάγκη για δικαιοσύνη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Η αυτοδικία, όπως και αν αιτιολογείται, αποτελεί μια πράξη που διαβρώνει το κράτος δικαίου. Η κοινωνία μας βασίζεται σε θεσμούς που εγγυώνται τη δικαιοσύνη και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Η υποκατάστασή τους από ατομικές ενέργειες όχι μόνο υπονομεύει αυτές τις αρχές, αλλά ανοίγει την πόρτα για μια κοινωνία όπου η βία καθίσταται αποδεκτή μορφή επίλυσης διαφορών.

Είναι ανθρώπινο να αισθανόμαστε οργή μπροστά σε μια τόσο τραγική απώλεια, όπως αυτή των θυμάτων των Τεμπών. Οι συγγενείς έχουν κάθε δικαίωμα να απαιτούν δικαιοσύνη, διαφάνεια και λογοδοσία από την πολιτεία. Ωστόσο, η δικαιοσύνη πρέπει να αποδοθεί μέσα από τους θεσμούς, και όχι μέσω της αυτοδικίας, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο βίας.

Υπαρκτές αδυναμίες

Η τραγωδία των Τεμπών ανέδειξε σοβαρές αδυναμίες στη λειτουργία των σιδηροδρόμων και τη διαχείριση κρίσεων. Το κράτος οφείλει να αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν στο δυστύχημα, ενώ πρέπει να εργαστεί για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η αναδιάρθρωση του σιδηροδρομικού τομέα αποτελεί ένα πρώτο βήμα, αλλά οι πολίτες δικαιολογημένα απαιτούν περισσότερα: συγκεκριμένες δράσεις, διαφάνεια και αυστηρές κυρώσεις για τους υπεύθυνους.

Ταυτόχρονα, η Πολιτεία έχει την ευθύνη να προστατεύσει τις οικογένειες των θυμάτων από τον περαιτέρω τραυματισμό που προκαλεί η εκμετάλλευση της οργής τους για πολιτικά συμφέροντα. Ο λαϊκισμός, είτε από την ακροδεξιά είτε από την ακροαριστερά, δεν συμβάλλει στη θεραπεία των πληγών της κοινωνίας, αλλά αντιθέτως τις βαθαίνει.

Η τραγωδία των Τεμπών αποτελεί ένα κεφάλαιο που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Η οργή των συγγενών είναι απόλυτα δικαιολογημένη, αλλά η αυτοδικία δεν αποτελεί λύση. Οι πολιτικοί ηγέτες, αντί να καλλιεργούν την ένταση και να εκμεταλλεύονται τον πόνο για ίδιον όφελος, οφείλουν να επικεντρωθούν στη λογοδοσία και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Μόνο μέσα από τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και την ανάληψη ευθυνών θα μπορέσει η κοινωνία να προχωρήσει μπροστά, αποτρέποντας παρόμοιες τραγωδίες στο μέλλον. Οτιδήποτε λιγότερο θα αποτελέσει προδοσία για τη μνήμη των θυμάτων και για τις οικογένειες που συνεχίζουν να πενθούν.