Με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν τα ζήσαμε όλα τον τελευταίο καιρό. Από τη φιλική, σχεδόν θερμή, υποδοχή του Κ. Μητσοτάκη στην Πόλη, ο οποίος έσπευσε να τη χαρακτηρίσει «νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», φτάσαμε στα πρόσφατα γεγονότα. Η Αγκυρα ξεπερνά τα εσκαμμένα. Κλιμακώνει επικίνδυνα τόσο την τροχιά και το εύρος των παραβιάσεων όσο και την αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας στα νησιά του Αιγαίου. Αποκορύφωμα οι «χάρτες της γαλάζιας πατρίδας» που παρουσίασε ο Ελληνας πρωθυπουργός στις ευρωπαϊκές ηγεσίες καταγγέλλοντας τις επικίνδυνες και προκλητικές κινήσεις της γειτονικής χώρας.

Η Ευρώπη, όπως και οι ΗΠΑ πριν από λίγες ημέρες, φαίνεται φραστικά να συμφωνεί με τις ελληνικές αιτιάσεις, αλλά δεν αναλαμβάνει πολιτικές ευθύνες, ούτε παρεμβαίνει στις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν ασκεί πολιτική μεγάλης δύναμης εκμεταλλευόμενος τις σύγχρονες γεωπολιτικές συγκρούσεις. Παρεμβαίνοντας τόσο στο Ουκρανικό όσο και στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τρόπο που προκαλεί τις συμμαχίες του και έχοντας ανοίξει ξανά το μέτωπο με τη Συρία. Εχει συναίσθηση της σημασίας που έχει για τη Δύση η χώρα του και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις περιοχές στο υπογάστριο της Ρωσίας.

Ολα αυτά αποδεικνύουν με τρόπο αναμφισβήτητο ότι η αναθεωρητική πολιτική της Αγκυρας, που τόσο ταιριάζει με τον αναθεωρητισμό του Πούτιν, δεν είναι μια πρόσκαιρη και μεταβατική φάση. Είναι συγκροτημένη και μακροπρόθεσμη στρατηγική. Η Τουρκία έχει εγκαταλείψει προ πολλού την προοπτική της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση και αναβιώνει, όχι μόνο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, παλιές αυτοκρατορικές βλέψεις κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή. Για όσους εθελοτυφλούν γι’ αυτήν τη στροφή δεν έχουν παρά να ακούσουν τον Γάλλο πρόεδρο να ισχυρίζεται ότι η πλήρης ένταξη της Ουκρανίας στην Ενωση απαιτεί… τουλάχιστον δεκαετία. Για την τουρκική ηγεσία η ευρωπαϊκή ένταξη αποτελεί οριστικά παρελθόν.

Η χώρα μας, στη διαρκώς εντεινόμενη και κλιμακούμενη απειλή, πρέπει να εγκαταλείψει τη σφαίρα των ψευδαισθήσεων. Η πολιτική κατευνασμού της Αγκυρας με μόνη τη με κάθε τρόπο συνέχιση των διμερών διαπραγματεύσεων και την προσφυγή στη Χάγη –σωστή, αλλά όχι αποτελεσματική– δεν «εξημερώνει» την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας. Μακροπρόθεσμα από μόνη της είναι συνταγή ήττας. Και δεν έχουμε την πολυτέλεια σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς να συντηρούμε ψευδαισθήσεις.

Είναι καιρός, επιτέλους, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να επανακαθορίσουν τους στόχους και τις προτεραιότητες της εθνικής στρατηγικής. Μια στρατηγική που δεν πρέπει μόνο συγκυριακά να αμύνεται, αλλά επιθετικά να διαμορφώνει θετικούς συσχετισμούς για τη χώρα, τόσο στην περιοχή όσο και  στο πλαίσιο των συμμαχιών της. Δεν μπορεί να μην έχει καμία πρακτική επίπτωση στην κούρσα των εξοπλισμών, στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, στην ανάσχεση της επιθετικότητάς της. Δεν νοούνται ταξίδια πρωθυπουργών στις ΗΠΑ να μην έχουν πρακτικό αποτέλεσμα μετρήσιμο στις διεθνείς σχέσεις. Η γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας μας στην περιοχή επιβάλλει δυναμική επαναδιαπραγμάτευση με τη Δύση για τον ρόλο της και με τις ευρωπαϊκές ηγεσίες για την ενότητα και την οχύρωση του ευρωπαϊκού χώρου.

Ο πρωθυπουργός επιδεικνύει τον τελευταίο καιρό σημαντική κινητικότητα. Το ερώτημα είναι τι πρακτικά κερδίζει η χώρα πέρα από ρητορικές διακηρύξεις. Είναι αυτονόητο το καθήκον του να ενημερώσει κατ’ αρχάς τους αρχηγούς των κομμάτων για τις πραγματικές συζητήσεις που έγιναν πίσω από τις κουρτίνες του Μπάιντεν και του Σολτς και εν συνεχεία τη Βουλή. Γιατί αν η Τουρκία δεν έχει καμία ουσιαστική επίπτωση για την αναθεωρητική στρατηγική της, η πολιτική κατευνασμού της δεν οδηγεί πουθενά. Και στη βάση αυτών των συζητήσεων να συγκροτηθεί το αναγκαίο εθνικό μέτωπο.

 

Ο Κώστας Σκανδαλίδης είναι Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”