Η σχέση αγάπης μου με την Ελλάδα ξεκίνησε πριν από 40 χρόνια, όταν η Corriere della Sera, η εφημερίδα όπου εργάζομαι εδώ και πάνω από μισό αιώνα, αποφάσισε να μου προσφέρει το γραφείο της Αθήνας. Υπήρχαν οικονομικοί λόγοι, επειδή η νέα θέση, σε μια σημαντική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ήταν πολύ κοντά σε έναν κόσμο που θα είναι για πάντα δικός μου – τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τα Βαλκάνια. Επιπλέον, έχοντας κάνει πρακτικές σπουδές, μου έλειπε η ανάσα των κλασικών σπουδών.
Δεν ήταν δύσκολο να ερωτευθώ την Ελλάδα, την οποία πλέον θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου για πολλούς λόγους. Αισθάνομαι σχεδόν Ελληνας και αυτό το ρεαλιστικό συναίσθημα ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. αισιόδοξο και κριτικό. Δεν έχω κομματική ταυτότητα γιατί πιστεύω ότι ένας πραγματικός δημοσιογράφος πρέπει να είναι αμερόληπτος. Αισθάνομαι προοδευτικός, αλλά χωρίς αλυσίδες. Γι’ αυτό με εντυπωσίασε η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έναν φιλελεύθερο συντηρητικό, μικρότερο αδελφό της αγαπημένης μου φίλης Ντόρας Μπακογιάννη, μιας ισχυρής και επαναστάτριας γυναίκας που πάντα θαύμαζα. Στο παρελθόν έχει καταφέρει να ψηφίσει κατά του δικού της κόμματος επειδή δεν συμμεριζόταν τη γραμμή του. Αναγνωρίζω επίσης για οικογενειακούς λόγους τη δύναμη που προέρχεται από την Κρήτη, το πιο σκληρό και περήφανο νησί στην Ελλάδα. Το νησί που αντιστάθηκε ηρωικά στις γερμανικές μεραρχίες, καθυστέρησε τη ναζιστική πορεία προς τη Ρωσία και σήμανε το τέλος του καθεστώτος του Χίτλερ.
Γι’ αυτό παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τη στενή σχέση μεταξύ της Ιταλίας μου και του θαρραλέου πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι, και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάθε μία από τις συναντήσεις τους μου προκαλεί θαυμασμό. Είμαστε δύο χώρες πραγματικά αδελφικές σε όλα. Γνώρισα τη σύζυγό μου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, τις ημέρες της δολοφονίας του συζύγου της Ντόρας, Παύλου Μπακογιάννη, βουλευτή και άνδρα μεγάλου θάρρους, από τους τρομοκράτες. Εφθασα βιαστικά στην ελληνική πρωτεύουσα, σοκαρισμένος από την επίθεση αλλά, όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή, χάρηκα που είδα τη μελλοντική μου σύζυγο, την οποία είχα συναντήσει τυχαία μερικούς μήνες νωρίτερα.
Ξέρω ότι ο Κυριάκος ανησυχεί, όπως όλοι, για τον καρκίνο (πολλαπλό μυέλωμα) της μεγάλης του αδελφής, η οποία μας ενημέρωσε με απίστευτη αποφασιστικότητα. Τώρα ξέρω ότι σύντομα, ίσως για το G20, ο Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Ντράγκι. Οι στενές σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών χωρών γίνονται όλο και πιο στενές. Κατανοώ ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμη στιγμή. Οι πόλεμοι, όπως θα συμφωνήσει κάθε νοήμων άνθρωπος, αποτελούν πλέον ένα παρωχημένο ατύχημα και είναι ουσιώδες να εδραιωθούν τα θεμέλια της ειρήνης, με τη βοήθεια των νεότερων, στους οποίους εμπιστευόμαστε το μέλλον. Οπως έλεγε ο μεγάλος μου φίλος Μίκης Θεοδωράκης, πρέπει να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Με κάνει να χαμογελάω όταν αναπολώ τα όσα μου είπε για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήμασταν σύμμαχοι της ναζιστικής Γερμανίας, κι εκείνος τραγουδούσε όπερες στην Τρίπολη, στην Πελοπόννησο, μαζί με τον ιταλό διοικητή Φεστούτσιο. Ο οποίος τον ρώτησε μια μέρα: «Μίκη, τι μπορώ να κάνω για σένα;». Και ο Θεοδωράκης, ατίθασος όπως πάντα, απάντησε: «Πάρε με με ένα στρατιωτικό φορτηγό στην Αθήνα. Θέλω να κάνω ένα κόλπο στους συμμάχους σας, τους οποίους μισώ». Το είπε και έγινε. Και μετά λένε una faccia una razza. Εντελώς αληθινό.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλά πράγματα που υπογραμμίζουν την αρμονία ανάμεσα στις δύο χώρες: η κοινή θέληση υπεράσπισης και προώθησης του πολιτισμού· η πεποίθηση ότι «πέραν των πολιτικών και κοινωνικών διαφορών» υπάρχει το κοινό συμφέρον. Φυσικά, η Ιταλία ανακάλυψε σχετικά πρόσφατα τη σημασία της αλληλεγγύης. Και αυτό πρέπει να πιστωθεί, κατά τη γνώμη μου, και στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, και στον πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι και στον Πάπα Φραγκίσκο, έναν Αργεντινό αλλά ιταλικής καταγωγής. Οι θεσμοί ενδυναμώνονται παρότι η υπερνίκηση των προκαταλήψεων, των fake news και της κακοδιαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, μιας κληρονομιάς g του παρελθόντος που εξακολουθεί να αποτελεί κομμάτι του παρόντος, είναι δύσκολο εγχείρημα. Δυστυχώς, η βία στη Ρώμη, το Μιλάνο, και άλλες πόλεις συνεχίζεται. Με το πρόσχημα που προσφέρουν οι αντιεμβολιαστές και εκείνοι που αρνούνται πεισματικά το Green Pass, έχουν υπάρξει ταραχώδεις και s σοβαρές διαδηλώσεις από την Ακροδεξιά που εγκωμιάζει τον ναζισμό-φασισμό, και από αναρχικούς έτοιμους να χτυπήσουν ακόμα και ανυπεράσπιστους ανθρώπους.
Η γραφειοκρατία είναι άλλο ένα τερατώδες κακό. Στο Μιλάνο, που λάμπει από την επιθυμία και τη βούλησή του να είναι η πιο ευρωπαϊκή από τις ιταλικές πόλεις, γίνονται πράγματα που επιβεβαιώνουν ότι κάποιες συνήθειες δύσκολα πεθαίνουν. Πράγματα που αφορούν το σύστημα υγείας, το οποίο μοιάζει να τρέφεται από την πελατειοκρατία και την επιπολαιότητα, όταν δεν πλήττεται από τα τεχνάσματα των συνήθων πονηρών, που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να εργασθούν λίγο και κακά. Σκεφτείτε ότι για να κάνεις μια πληρωμή στο ταχυδρομείο, πρέπει να πας στην τράπεζα και να κάνεις ανάληψη. Και αφού πληρώσεις αυστηρά με μετρητά, πρέπει να υποταχθείς στον αυστηρό κανόνα τού να αποδείξεις από πού προήλθαν τα χρήματα, από τον φόβο του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Και όταν εξηγείς ότι μόλις τα σήκωσες από την τράπεζα, σε υποχρεώνουν να δηλώσεις ότι δεν κάνεις κάτι παράνομο. Οταν ρωτάς τον λόγο για αυτή την αντίφαση, απαντούν «Λυπάμαι, είναι ο νόμος».
Θα έλεγε κανείς: πρωθυπουργέ Ντράγκι. λύσ’ τα όλα αυτά! Κι ας μη μιλήσουμε για τις πτήσεις. Εγώ, που ταξιδεύω όλη μου τη ζωή, νιώθω ασφαλέστερος όταν αναχωρώ από την Ελλάδα. Οι κανόνες είναι λίγοι και ξεκάθαροι. Οταν με ρωτούν, με νόημα, «Πώς είναι τα πράγματα στην Αθήνα; Δουλεύει τίποτα εκεί πέρα;», η απάντηση που δίνω είναι βασισμένη στην εμπειρία των 75 χρόνων μου, ως ανταποκριτής της Corriere σε ολόκληρο τον κόσμο: «Σας διαβεβαιώνω πως όλα δουλεύουν. Καλύτερα από ό,τι στο Μιλάνο. Ως Ιταλός λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι η αλήθεια».
Ο Αντόνιο Φεράρι είναι αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας Corriere della Sera και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Το μυστικό: Η αληθινή ιστορία της απαγωγής του Αλντο Μόρο» κυκλοφορεί από τις εκδ. Kέδρος. Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφ. Τα Νέα