Σε κατεύθυνση ήπιας ανάκαμψης συνεχίζει να κινείται η ελληνική οικονομία, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ακόμη ισχυρές βραχυμεσοπρόθεσμες ενδείξεις μιας ισχυρής επεκτατικής δυναμικής, σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση για το 2019 του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ, σχετικά με την ελληνική οικονομία και απασχόληση.
Όπως αναφέρει η ΓΣΕΕ, το οικονομικό κλίμα έχει βελτιωθεί σε επίπεδο προσδοκιών, κυρίως μετά τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου του 2019, όμως η συμπεριφορά θεμελιακών μεγεθών της οικονομίας, τουλάχιστον στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του τρέχοντος έτους, δεν δημιουργεί ισχυρή εμπιστοσύνη ως προς τις απαραίτητες μεταβολές μεγεθών που θα επιβεβαίωναν τον πραγματισμό των προσδοκιών αυτών.
Ακόμη, όπως τονίζεται, παρά τη θετική εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ το α΄ εξάμηνο του 2019, διαπιστώνεται απουσία ενδογενών μηχανισμών που θα δημιουργήσουν διατηρήσιμες ροές εισοδήματος τέτοιες, ώστε να θέσουν την οικονομία σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. «Το αναπτυξιακό κενό της ελληνικής οικονομίας και το έλλειμμα ευημερίας συγκριτικά με την προ κρίσης περίοδο, αλλά και με την Ευρωζώνη διατηρείται υψηλό. Το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται κατά 23% από αυτό του 2008, όταν η πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης έχει ήδη ανακάμψει. Αντίστοιχα, μεταξύ 2008 και 2018 το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4.770 ευρώ, ενώ η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση μειώθηκε κατά 3.300 ευρώ», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Όσον αφορά την εσωτερική και την εξωτερική ζήτηση, η ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι η εσωτερική ζήτηση παρουσιάζει στασιμότητα, τόσο από την πλευρά της κατανάλωσης όσο και της επένδυσης, ενώ η εξωτερική ζήτηση έχει εξίσου περιορισμένη επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς το θετικό αποτέλεσμα των εξαγωγών αντισταθμίζεται πλήρως από το αρνητικό αποτέλεσμα των εισαγωγών. Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ, απαιτείται ένας κρίσιμος όγκος νέων επενδύσεων, στοχευμένων στην αναβάθμιση και στον εκσυγχρονισμό της εγχώριας παραγωγικής δομής, ώστε να εδραιωθούν βιώσιμες όσο και ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές για την ελληνική οικονομία.
Σχετικά με την εξέλιξη της ανεργίας, η έκθεση αναφέρει ότι παρόλο που η αγορά εργασίας συνεχίζει να εμφανίζει σημάδια σταθερής ανάκαμψης, η εξέλιξη της ανεργίας βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς και όχι πάντα με ίσους όρους για όλες τις ομάδες των εργαζομένων, ενώ είναι αρκετά πιο δύσκολη η μετάβαση από την ανεργία στην εργασία για τους μακροχρόνια άνεργους .
Αναφορικά με τους μισθούς τονίζεται ότι η αύξηση των μέσων μισθών τόσο σε επίπεδο πλήρους όσο και μερικής απασχόλησης αντανακλά τη βελτίωση του κλίματος στην αγορά εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίζονται σε αυτήν σημαντικές διαφοροποιήσεις αμοιβών τόσο μεταξύ ανδρών και γυναικών όσο και μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων.
Μειωμένοι παρουσιάζονται οι δείκτες φτώχειας το 2018, ωστόσο παρουσιάζουν αύξηση της τάξης των 26,9 ποσοστιαίων μονάδων από το 2010, με έτος βάσης το 2008. Ο πληθυσμός που εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας είναι οι άνεργοι, ενώ ακολουθούν ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός και οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι. Ο δείκτης ανισότητας Gini εμφανίζεται μειωμένος το 2018 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες.
Όσον αφορά τις επενδύσεις των μη-χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, αυτές κυμαίνονται γύρω στο 5% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και από τα κράτη-μέλη της νότιας περιφέρειάς της.
Επιπλέον, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ξεπέρασε για πρώτη φορά την κατανάλωσή τους το β’ τρίμηνο του 2019, έπειτα από μια μακρά περίοδο αρνητικών αποταμιεύσεων. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος οφείλεται μερικώς στην αύξηση του κατώτατου μισθού και του γενικού επιπέδου των μισθών, αλλά και στην αύξηση των κοινωνικών παροχών το β΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. «Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος θα στηρίξει μια υψηλότερη καταναλωτική δαπάνη, καθώς επίσης και εάν η θετική ροή αποταμιεύσεων είναι διατηρήσιμη», σημειώνει η έκθεση.
Όσον αφορά τις φοροελαφρύνσεις, όπως διατυπώνεται στην έκθεση, θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας στην αγορά. «Διατηρούμε όμως επιφυλάξεις ως προς την προσδοκώμενη επεκτατική συμβολή τους. Η υπόθεση ότι η μείωση των φόρων θα μετασχηματιστεί σχεδόν αυτόματα σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και κυρίως των επενδύσεων είναι χαμηλού ρεαλισμού, ειδικά σε ένα περιβάλλον χρηματοδοτικών περιορισμών και υψηλών δανειακών και άλλων υποχρεώσεων», αναφέρει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, ενώ προσθέτει ότι «η μείωση της φορολογίας καθίσταται επιτακτική λόγω της υπέρμετρα υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης ειδικά των νοικοκυριών και των εργαζομένων κατά τη μνημονιακή περίοδο».
«Στο πλαίσιο αυτό, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την απόδοση των νέων μέτρων. Με δεδομένα το υψηλό επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας και την υψηλή ροπή προς κατανάλωση των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, υψηλότερα μεγεθυντικά οφέλη θα μπορούσαν, κατά την άποψή μας, να διασφαλιστούν μέσω μιας αλλαγής του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που, παράλληλα με την κινητοποίηση περισσότερων δημόσιων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός πράσινου αναπτυξιακού σχεδίου, θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των εργαζομένων», επισημαίνουν οι ερευνητές.
Βάσει των ευρημάτων το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι για την βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στη χώρα απαιτείται η ταχύτερη δυνατή διαμόρφωση των προϋποθέσεων μετάβασης της οικονομίας σε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. «Στη μεταμνημονιακή εποχή το αναπτυξιακό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας δεν πρέπει να εξειδικευτεί σε ορισμένους κλάδους ή να παραμείνει εγκλωβισμένο σε δραστηριότητες σχετικά χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου. Η ενίσχυση παραδοσιακών δραστηριοτήτων, όπως οι κατασκευές και ο τουρισμός, θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της μετάβασης σε ένα πιο ισόρροπο μοντέλο ανάπτυξης και να συνοδευτεί από την ενίσχυση κλάδων που παράγουν προϊόντα-κλειδιά, ιδίως εκείνων που είναι υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως γνώσεως, καθώς και στις αντίστοιχες υπηρεσίες», αναφέρει χαρακτηριστικά το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.