Υπέρ της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με κίνητρα αλλά και κλιμακούμενες κυρώσεις -από πρόστιμα έως και απολύσεις- τάχθηκε ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
Όπως εξήγησε, επειδή τίθενται σε κίνδυνο οι ζωές των συνανθρώπων μας, θα μπορούσε να είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για τους υπαλλήλους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα που έρχονται σε επαφή με πολύ κόσμο, όπως για παράδειγμα στους εργαζόμενους στα Μέσα Μεταφορά -όπως ακριβώς έγινε με τους υγειονομικούς- αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι το μέτρο της απόλυσης δεν θα ήταν το πρώτο που θα εξέταζε. «Θα ξεκινούσα από τα κίνητρα και θα έλεγα για παράδειγμα ότι στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ θα επιτρέπεται να λάβουν μέρος μόνο εμβολιασμένοι. Επίσης, στον ιδιωτικό τομέα να επιτρέπονται προσλήψεις μόνο εμβολιασμένων. Επιπλέον, θα μπορούσαν να αποκλείονται οι προαγωγές ανεμβολίαστων υπαλλήλων. Μιλάμε για μια κλιμάκωση, με πρώτο μέτρο την πειθώ. Το δεύτερο για όσους εργάζονται είναι η υποχρεωτικότητα με κάποιες κυρώσεις που μπορούν να κλιμακώνονται, δηλαδή να πεις σε κάποιον να δουλεύει από το σπίτι και η απόλυση να είναι το ύστατο», ανέφερε.
Διευκρίνισε ότι η αναστολή εργασίας στο Δημόσιο δεν είναι το έσχατο μέτρο, γιατί αναστολή σημαίνει ότι διατηρεί κάποιος τη θέση του. «Το έσχατο είναι η απόλυση, προφανώς δεν θα ευχόμουν κάτι τέτοιο, μιλάμε για την “εσχάτη των ποινών”. Σε μια ακραία περίπτωση θα έβλεπα και αυτό και εκτιμώ ότι δεν θα έχει συνταγματικό πρόβλημα», υπογράμμισε, επιμένοντας στο ζήτημα της κλιμάκωσης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή οι κυρώσεις να ξεκινούν με ένα διοικητικό πρόστιμο και να φτάνουν ακόμη και στην ποινική διάσταση του θέματος.
«Οι προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά και στον ιδιωτικό είναι κίνητρο. Εμβολιάζεσαι για να βρεις δουλειά, αλλιώς δεν βρίσκεις. Μετά πας στις κυρώσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Αλιβιζάτος ζήτησε να χαρακτηριστεί ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα η χρήση πλαστών πιστοποιητικών εμβολιασμού. «Να θεσπιστούν αυστηρότερες ποινές χωρίς αναστολή για τα πλαστά πιστοποιητικά. Να ξέρει αυτός που χρησιμοποιεί πλαστό πιστοποιητικό από τη Βουλγαρία ότι θα πάει φυλακή», υπογράμμισε. Πρόσθεσε, δε, πως η Πολιτεία μπορεί να αντιδράσει και να ασκηθούν διώξεις σε έναν γιατρό ή σε έναν ιερέα που ισχυρίζονται ψευδώς ότι τα εμβόλια σκοτώνουν και παρακινούν τους συμπολίτες μας να μην εμβολιαστούν.
«Σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, τα θέματα των εμβολιασμών του ευρύτερου πληθυσμού, λύνονται με κίνητρα. Άκουσα ότι κάποιες Πολιτείες στις ΗΠΑ δίνουν και σε παιδάκια από 100 δολάρια για να αγοράσουν παιχνίδια, σε τους μεγαλύτερους δίνουν περισσότερα χρήματα. Θα έπρεπε να σκεφτούμε ποια θα ήταν τα αντίστοιχα κίνητρα στην Ελλάδα που θα οδηγούσαν στον εμβολιασμό».
Ερωτηθείς για τη θέση κυβερνητικών στελεχών που σχεδόν έχουν αποκλείσει το θέμα της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, ο κ. Αλιβιζάτος αντέτεινε ότι «δεν μπορούμε να επικαλούμαστε το Σύνταγμα για να αδρανούμε, γιατί αυτό είναι ίδιον κακής κυβέρνησης που έχει χάσει τη δυναμική της». «Δίπλα στον πρωθυπουργό είναι ένας πολύ δόκιμος συνταγματολόγος, ο κ. Γεραπετρίτης, και ελπίζω να μην έχει ξεχάσει το συνταγματικό του», δήλωσε.
Για τους αρνητές των εμβολίων, ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ξεκαθάρισε ότι «είναι δικαίωμα του καθενός να μην εμβολιαστεί εάν υπάρχουν λόγοι υγείας, ή εφόσον είναι αποφασισμένος να ζήσει στο σπίτι του, να μην βλέπει κανέναν, να αποκοπεί από το κοινωνικό περιβάλλον, να είναι ένας νέος Ροβινσώνας Κρούσος. Εφόσον αφορά μόνο τον εαυτό του και το σώμα του, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Δεν μπορείς να τον εξαναγκάσεις. Όπως και έναν καπνιστή, δεν μπορείς να του απαγορεύσεις να καπνίζει στο σπίτι του». Διευκρίνισε όμως ότι «εδώ έχουμε να κάνουμε με τρίτους». Εξήγησε ότι «εφόσον κάποιος εργάζεται, βλέπει κόσμο, κυκλοφορεί, παίρνει ταξί, χρησιμοποιεί το λεωφορείο ή το μετρό, δεν μιλάμε για τον εαυτό του, μιλάμε για τους άλλους».
Υπενθύμισε, δε, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, έχει αποφανθεί ότι «έχει κάποιος το δικαίωμα να προβάλει αντιρρήσεις και το Κράτος να τις λάβει υπόψιν, εφόσον αυτές υποστηρίζονται με σοβαρότητα και διάρκεια και δεν είναι ένα στιγμιαίο καπρίτσιο».