Την εκτίμηση ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα τύχει θετικής ανταπόκρισης, διατύπωσε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM» και στον δημοσιογράφο Κώστα Παπαδάκη η ευρωβουλευτής της ΝΔ, Ελίζα Βόζεμπεργκ, σημειώνοντας ωστόσο ότι ταυτόχρονα χρειάζεται να παρακολουθούνται στενά οι εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αναλυτικότερα, ερωτηθείσα αν εκτιμά ότι θα βρει θετική ανταπόκριση η προσπάθεια για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, η κα Βόζεμπεργκ απάντησε: «Ναι, το θεωρώ. Οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και μελετηροί για τα φαινόμενα που βλέπουμε το ένα μετά το άλλο να εξελίσσονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά από εκεί και πέρα, το στοίχημα της κυβέρνησης, που πιστεύω οπωσδήποτε ότι θα το τηρήσει, είναι να πείσει με αριθμητικά μεγέθη, όχι με ρητορικές, ότι άλλαξε η πολιτική κατεύθυνση και προωθούνται με ταχύτητα οι μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, που λόγω ιδεοληψιών και άλλων τακτικισμών της προηγούμενης κυβέρνησης, είχαν μείνει σε κάποιο σημείο στάσιμες».
Σε ό,τι αφορά την εγκύκλιο που καταργεί τον «βάσιμο λόγο απόλυσης», δηλαδή την υποχρέωση του εργοδότη να αναφέρει στο σύστημα «Εργάνη» τους λόγους για τους οποίους προχώρησε στην απόλυση ενός εργαζομένου και τις σχετικές δηλώσεις της πρώην υπουργού Απασχόλησης, ‘Εφης Αχτσιόγλου, η κα Βόζεμπεργκ τόνισε: «Όταν κάνουμε αντιπολίτευση, πρέπει να μιλάμε με επιχειρήματα και στοιχεία. Ο κ.Βρούτσης έδωσε πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα, με βάση τα οποία η απόλυση εργαζομένων έτεινε σε στιγματισμό τους, διότι περιγραφόταν εντός “Εργάνης” ή σε όλα τα κείμενα όπου δικαιολογείτο η απόλυση του εργαζομένου, οι λόγοι για τους οποίους απολύετο. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσκολεύεται έως και να αποκλείεται η επόμενη εργοδότησή του. Αυτό καταργήθηκε και πολύ σωστά κατά την άποψή μου. Είναι μια φιλελεύθερη, πολύ σωστή κατεύθυνση, που αντιθέτως με όσα λένε αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, ευνοεί και προστατεύει τα εργασιακά δικαιώματα κάθε εργαζόμενου».
Σχετικά με την παύση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της προέδρου της, Βασιλικής Θάνου και τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ της αρμόδιας Επιτρόπου Μαργκρέτε Βεστάγκερ και του Δημήτρη Παπαδημούλη, η ευρωβουλευτής εξέφρασε την πεποίθηση ότι η απάντηση της Ευρωπαίας αξιωματούχου αποτελεί κόλαφο (για το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ). «Να θυμίσω ότι εκτός από τον κ.Παπαδημούλη είχε στείλει επιστολή και ο κ. Δραγασάκης -δεν το περίμενα, γιατί είναι σοβαρός άνθρωπος- στην οποία επιστολή ούτε λίγο ούτε πολύ προσέβαλε τη χώρα μας, λέγοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν τηρεί το δίκαιο και δεν σέβεται δικαιικούς κανόνες. Στην αρχή παρουσιάστηκε η απάντηση Βεστάγκερ σαν να είναι δικαίωση θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να δημοσιεύεται το κείμενό της. Οταν όμως δημοσιεύτηκε απάντηση, εγώ θα σας πω, πολιτικά μιλώντας, ότι είναι κόλαφος και απέναντι στον κ. Παπαδημούλη και απέναντι στον κ.Δραγασάκη. Γιατί η κα Βεστάγκερ είπε ότι ακριβώς η Αρχή Ανταγωνισμού κάθε κράτους-μέλους πρέπει να στηρίζεται και να διαπνέεται από ανεξαρτησία, αυτό τόνισε, και βέβαια δυστυχώς η κα Θάνου (…) δεν πληρούσε τα στοιχεία ανεξαρτησίας, ήταν καθαρά ένα πρόσωπο που ευνοήθηκε πολύ, μέχρι σημείου πρόκλησης από ΣΥΡΙΖΑ, έχει ταυτιστεί κομματικά με αυτόν και δεν πληροί τις προϋποθέσεις της ηγεσίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού και είναι δικαίωμα της σημερινής κυβέρνησης να την αλλάξει» σημείωσε.
Σε σχέση με τις δηλώσεις του τέως προέδρου της Βουλής, Νίκου Βούτση, σε συνέντευξή του, ότι η ΝΔ ανοίγει τον δρόμο σε ένα νέο ιδιότυπο μνημόνιο, διαμορφώνοντας ένα τοπίο «με προφανείς νοοτροπίες θεσμικού αυταρχισμού, πολιτικές με κύριο πρόσημο τη συντηρητική κοινωνική αναδίπλωση», ιδίως στα εργασιακά, η κα Βόζεμπεργκ σχολίασε ότι θα ήθελε να υπενθυμίσει στον κ. Βούτση πως «είναι εκείνος και η κυβέρνησή του που μιλούσαν για διαγραφή του μνημονίου με ένα νόμο και ένα άρθρο και ξαφνικά υπέγραψαν τρία μνημόνια ουσιαστικά, εκείνος που μαζί με τους συντρόφους του μίλαγε για “Goodbye Mάνταμ Μέρκελ” και ευτυχώς, τελευταία στιγμή, με τη συνδρομή ΝΔ, στάθηκε η χώρα ένα βήμα πριν από τα βράχια. Δεν θέλω να θίξω την αξιοπιστία του ως προσώπου, αλλά να (του πω να) περιμένουμε, διότι τα δείγματα της νέας κυβέρνησης είναι εξαιρετικά θετικά από την πρώτη στιγμή, ας περιμένουμε μέχρι το τέλος του χρόνου, να δούμε ουσιαστικά την υλοποίηση πολλών σημαντικών πολιτικών, που δείχνουν την κατεύθυνση που θα πάρει η χώρα, και τότε να συζητήσουμε ξανά για το ποιος μπορεί να φαλκιδεύει τα εργασιακά δικαιώματα και ποιος να εφαρμόζει πολιτικές που δεν θα βοηθήσουν την κοινωνία την επόμενη ημέρα».
Αναφερόμενη στις επαφές που θα έχει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο εξωτερικό, αλλά και στη γενικότερη κατάσταση στην ΕΕ, η κα Βόζεμπεργκ επισήμανε: «Εκ των πραγμάτων έχουμε μια προκλητική Ευρώπη μπροστά μας, αλλά με μια καινούργια κυβέρνηση στην Ελλάδα, όπου είναι εξαιρετικά αισιόδοξα τα μηνύματα κι αυτό αποτυπώνεται από το Χρηματιστήριο μέχρι τις διεθνείς και πανευρωπαϊκές αγορές. Πλέον έχει αρχίσει να αναβαθμίζεται η θέση της Ελλάδας και επομένως τα βήματα που έχει σχεδιάσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, για να μπορέσει να βάλει στο τραπέζι ξανά τη συζήτηση για τα πλεονάσματα είναι σε θετική κατεύθυνση (…). Γενικά η εικόνα είναι αισιόδοξη, αλλά κανείς δεν μπορεί να εφησυχάζει, αν τα βήματα τους επόμενους μήνες δεν πείσουν και τους Ευρωπαίους ότι κάτι πολύ σημαντικό άλλαξε στη χώρα μας».
Η κα Βόζεμπεργκ επισήμανε ακόμη ότι ουδείς έχει λόγο να φοβάται τις μεταρρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές, όταν αυτές έχουν ως συνέπεια σε βάθος χρόνου -αλλά και με τα πρώτα δείγματα- τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέων προοπτικών για τους περίπου 500.000 νέους που έχουν μεταναστεύσει στη διάρκεια της κρίσης κι όταν η κυβέρνηση έχει μεταξύ άλλων αποκλείσει τις απολύσεις. «Αντίθετα θα έπρεπε να είμαστε αισιόδοξοι για αυτό που έχει προδιαγράψει ως κυβερνητικό σχέδιο η κυβέρνηση» σημείωσε και πρόσθεσε ότι αφενός η κυβέρνηση έχει επίγνωση του γεγονότος ότι παρέλαβε τη χώρα σε μια πολύ δύσκολη διαχείριση με πολλά σκοτεινά σημεία ως προς το επόμενη μέρα κι αφετέρου πιστεύει στο πρόγραμμα που προεκλογικά εξήγγειλε. «Έχει μεγάλη σημασία και για τους Ευρωπαίους αλλά κυρίως για τους πολίτες, να ξέρουμε ότι μια κυβέρνηση εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα, όχι γιατί υποχρεώνεται σε αυτό, αλλά γιατί το πιστεύει, πιστεύει ότι θα βοηθήσει την οικονομία και την κοινωνία» κατέληξε η ευρωβουλευτής.