Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί, άμεσα και έμμεσα, να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι η υπόθεση Λιγνάδη έχει πολιτικές διαστάσεις. Αφέθηκε ελεύθερος είπε ο κ. Τσίπρας γιατί «είναι κολλητός της εξουσίας». Και έχουν πει και άλλα χειρότερα και εμετικά σε μια άθλια προσπάθεια να συνδέσουν την υπόθεση με την κυβέρνηση. Το μόνο όμως πολιτικό ίχνος στην υπόθεση είναι η “αχρεία απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ” όπως είπε την Τρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, να καταστήσει μια ποινική υπόθεση πολιτικό ζήτημα.
“Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι υποστηρίζει ότι είναι κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, υιοθετεί και εφαρμόζει πρακτικές της παγκόσμιας νέο-ακροδεξιάς” σημειώνουν κυβερνητικές πηγές και προσθέτουν ότι “υιοθετεί και διασπείρει θεωρίες συνομωσίας εμπνευσμένες από το QAnon, έναν από τους βασικούς πυλώνες του τραμπισμού. Στοχεύει να δηλητηριάσει τα μυαλά και τα αισθήματα των Ελλήνων για να μπορέσει να δημιουργήσει ένα νέο κίνημα, σαν και εκείνο των Αγανακτισμένων, ώστε να ξαναβρεί τον χαμένο του πολιτικό ρόλο”.
Σύμφωνα με στελέχη της κυβέρνησης “αυτή η ανεύθυνη και επικίνδυνη στάση του ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφείς επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία, η οποία ορθά έχει αυξημένο ενδιαφέρον και ευαισθησία για τέτοια ζητήματα. Η Κυβέρνηση κατανοεί και σέβεται απόλυτα τις ανησυχίες αυτές των πολιτών. Είναι αδιανόητο έστω και να συζητά κανείς ότι η Κυβέρνηση θα έδειχνε την παραμικρή όχι στήριξη, αλλά ανοχή, απέναντι σε ενόχους για τέτοιου είδους ειδεχθή εγκλήματα. Όπως είναι αδιανόητο για την Κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τους πολιτικούς της αντιπάλους με τέτοιους τρόπους και με τέτοιους όρους.
Η στάση της Κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας απέναντι σε τέτοια εγκλήματα αυτά είναι καθαρή, απόλυτη και κρυστάλλινη, ανεξαρτήτως αν ο ένοχος βιασμού ή κακοποιητικής συμπεριφοράς είναι σκηνοθέτης, ντράμερ, παρουσιαστής σατυρικής εκπομπής, αλλοδαπός ή Έλληνας, επώνυμος ή ανώνυμος. Και αυτή πρέπει να είναι η στάση όλων. Γιατί δεν είναι θέμα πολιτικής ή ιδεολογίας. Είναι θέμα ανθρωπιάς. Και σε αυτή τη στάση η Κυβέρνηση δεν έμεινε στα λόγια.
Από την πρώτη στιγμή ανάληψης των καθηκόντων της πάλεψε να σπάσει το απόστημα της κακοποίησης, της ενδοοικογενειακής βίας, των καταπατήσεων ή υστερήσεων σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και πέτυχε πολλά, τραβώντας το παραπέτασμα σιωπής που είχε υψωθεί επί δεκαετίες. Πάντοτε όμως με σεβασμό στη Δικαιοσύνη, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στις διεθνείς Συμβάσεις.
Γιατί ο άλλος δρόμος, του φτηνού εντυπωσιασμού, της ρωμαϊκής αρένας και των λαϊκών δικαστηρίων και ιδίως της χυδαιότητας είναι δρόμος αδιέξοδος και οδηγεί την κοινωνία και τη Δημοκρατία σε βαθύ γκρεμό”.