Για το γιγαντιαίο πρόγραμμα ψηφιακής αναβάθμισης του συστήματος Υγείας μίλησε ο Υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Τεχνολογίας και Καινοτομίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης με θέμα: «Το μέλλον της Ψηφιακής Υγείας σήμερα» που πραγματοποιήθηκε στο Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού και Ψηφιακών Δεξιοτήτων, στη Θεσσαλονίκη, με συνδιοργανωτή τη CISCO.
«Αυτή τη στιγμή μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης η Ελλάδα υλοποιεί ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ψηφιακής αναβάθμισης του συνόλου του συστήματος υγείας. Κορωνίδα είναι σίγουρα ο ηλεκτρονικός φάκελος του ασθενούς. Το χρονοδιάγραμμα παράδοσης του έργου είναι μέχρι το καλοκαίρι του 2025. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα χρόνο από σήμερα, πρώτον ο κάθε Έλληνας πολίτης θα έχει όλο το ιατρικό του ιστορικό μέσα στον ψηφιακό του φάκελο και θα μπορεί ο γιατρός που θα τον εξετάζει, είτε ο ιδιώτης γιατρός ή το νοσοκομείο αν του συμβεί κάτι έκτακτο, να έχει την πλήρη εικόνα της πραγματικής κατάστασης της υγείας του» είπε ο υπουργός.
«Κατά τη θητεία μου στο υπουργείο Ανάπτυξης, είχα τη μεγάλη ευτυχία να έχω προχωρήσει τις μεγαλύτερες επενδύσεις στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας. Ξέρετε ότι η κυβέρνησή μας είναι μία φιλοεπενδυτική κυβέρνηση, ανοιχτή στις συνεργασίες. Άλλωστε έτσι καταφέραμε αυτή την πενταετία να έχουμε φέρει στην πατρίδα μας όχι μόνο τη Pfizer και τη Cisco, αλλά και την Google, τη Microsoft, την Digital Realty, την Amazon Services και μία σειρά άλλων μεγάλων εταιρειών. Και η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει κάνει μεγάλη πρόοδο» πρόσθεσε.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης μίλησε για τις τεχνολογικές εξελίξεις στο τομέα της Υγείας την τελευταία δεκαετία. «Ήμουν υπουργός Υγείας και πριν από μία δεκαετία. Η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας στην Υγεία, τα δέκα μεσολαβήσαντα χρόνια, είναι αδιανόητη. Σήμερα η Ελλάδα έχει ίσως το πιο εξελιγμένο ή ένα από τα πιο εξελιγμένα συστήματα άυλης συνταγογράφησης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδόν το σύνολο των συνταγών περνάνε από την άυλη συνταγογράφηση. Πρέπει να επεκτείνουμε σύντομα το σύστημα αυτό και σε όλους τους τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα, όχι μόνο στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στους πολίτες των τρίτων χωρών, ώστε ο κάθε ένας που έρχεται στην Ελλάδα να μπορεί να χρησιμοποιεί το σύστημα της άυλης συνταγογράφησης και εμείς να έχουμε εικόνα του τι συνταγογραφείται και τι καταναλώνεται από φάρμακα στην Ελλάδα, έτσι ώστε να φτάσουμε, ει δυνατόν, στο 100% της συνταγογράφησης που είναι μέσω του ψηφιακού συστήματος. Η άυλη συνταγογράφηση δεν είναι σπουδαία μόνο γιατί βοηθά πολύ τον πολίτη να έχει τη συνταγή που θέλει και να την εκτελέσει πολύ εύκολα σε οποιοδήποτε φαρμακείο αλλά βοηθά πρωτίστως την κυβέρνηση να μπορεί να χαράζει πολιτική. Διότι δεν μπορείς να χαράζεις πολιτική εάν δεν έχεις τις κατάλληλες πληροφορίες και την πραγματική εικόνα του τι συμβαίνει. Και αυτό μας το παρέχει πράγματι η ψηφιακή τεχνολογία» είπε.
«Πολύς κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι και στον τομέα της υγείας βρισκόμαστε σε ένα συγκλονιστικό μεταίχμιο, καλό και κακό ταυτόχρονα. Η πρόοδος της τεχνολογίας επιτρέπει πια η καινοτομία να εξελίσσεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Καινούργιες θεραπείες που παλιά χρειαζόταν πέντε και δέκα χρόνια για να αναπτυχθούν, τώρα πλέον παράγονται μέσα σε διάστημα δύο-τριών ετών. Σχεδόν κάθε μήνα μια καινούρια σπουδαία θεραπεία μπαίνει σε εφαρμογή. Αυτό είναι πάρα πολύ καλό. Ασθένειες που στο παρελθόν ήταν μοιραίες και με εξαιρετικά ραγδαία εξέλιξη, τώρα αντιμετωπίζονται με πολύ μεγάλη επιτυχία. Άνθρωποι των οποίων το προσδόκιμο ζωής ήταν ελάχιστο κατά το παρελθόν, σήμερα αυξάνεται και η ποιότητα ζωής τους. Όλα αυτά είναι εξαιρετικά ευχάριστα και καλοδεχούμενα. Αλλά θέτουν στα συστήματα υγείας μια μεγάλη πρόκληση. Το αν θα έχουμε χρήματα να τα πληρώνουμε καθόσον οι θεραπείες αυτές είναι κατά κανόνα εξαιρετικά ακριβές. Άρα, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τα συστήματα υγείας να μπορούμε να δαπανούμε τα χρήματα αυτά εκεί που πραγματικά χρειάζονται και όχι γενικά. Μόνο έτσι θα δημιουργηθεί ο κατάλληλος δημοσιονομικός χώρος για να μπορούμε να παρέχουμε και στον τελευταίο ασθενή που πραγματικά χρειάζεται μια θεραπεία, τη θεραπεία που έχει ανάγκη και ταυτόχρονα να μην σπαταλούμε πόρους δεξιά και αριστερά που θα μας οδηγήσει τελικά να μην μπορούμε να πληρώνουμε ούτε ένα φάρμακο. Να φέρω ένα παράδειγμα. Για 10 χρόνια προσπαθούσαμε στην Ελλάδα να εφαρμόσουμε στη συνταγογράφηση θεραπευτικά πρωτόκολλα. Ήταν η μεγαλύτερή μας πρόκληση καθόσον η ύπαρξη των θεραπευτικών πρωτοκόλλων δημιουργεί έναν οδηγό συνταγογράφησης που αν τηρηθεί, εξοικονομεί τη δαπάνη, δεν δίνει σε ασθενή που δεν χρειάζεται το ακριβότερο φάρμακο και δημιουργεί χώρο για να μπορείς να έχεις και χρήματα να πληρώνεις το φάρμακο που χρειάζεται όσο ακριβό και να είναι στον ασθενή που πραγματικά το έχει ανάγκη. Είχαμε διαγνώσει από την προηγούμενή μου θητεία ότι για να δουλέψουν τα θεραπευτικά πρωτόκολλα θα πρέπει η ΗΔΙΚΑ να μπορεί να παίρνει τα στοιχεία ψηφιοποιημένα, ώστε την ώρα που ο γιατρός γράφει τον ΑΜΚΑ του ασθενούς και πάει να συνταγογραφήσει, να ξέρει ο γιατρός τι μπορεί να γράψει και τι δεν μπορεί να γράψει. Να μην μπορεί δηλαδή να γράψει αυτό που τα θεραπευτικά πρωτόκολλα δεν επιτρέπουν. Όταν ήρθα στο υπουργείο Υγείας, στις αρχές Ιανουαρίου, δεν είχε γίνει αυτή η μεταρρύθμιση και το έθεσα σε πρώτη προτεραιότητα της νέας μου θητείας. Η αρχική μου ανακοίνωση ήταν ότι θα χρειαζόμασταν 18 μήνες, τελικά λειτουργεί από την 1η Ιουνίου. Άρα, η Ελλάδα σήμερα που μιλάμε έχει κάνει ένα πλήρες ψηφιοποιημένο σύστημα στο οποίο μπορούμε να κλειδώνουμε θεραπευτικά πρωτόκολλα ψηφιακά βάσει των διαγνωστικών εξετάσεων ενός εκάστου ασθενούς και ο γιατρός να αναλαμβάνει πραγματικά την ευθύνη για το τι είναι αυτό που συνταγογραφεί» πρόσθεσε.
«Είμαι περήφανος γιατί η Ελλάδα πιστεύω ότι είναι σε κατάσταση πολύ πάνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου ως προς την εφαρμογή των ψηφιακών τεχνολογιών στον τομέα της υγείας. Και η ταχύτητα με την οποία εξελισσόμεθα είναι εντυπωσιακά γρήγορη. Αυτό για τη χώρα μας ούτε αυτονόητο ήταν, ούτε δεδομένο. Πριν από 10 χρόνια, παραδείγματος χάριν, τα νοσοκομεία είχαν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ψηφιακά συστήματα και κυρίως τελείως διαφορετικά η κάθε Υγειονομική Περιφέρεια με την άλλη, που δεν μπορούσαν να συνδεθεί το ένα νοσοκομείο με το άλλο ψηφιακά» κατέληξε.