Η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρας να χτίσει ένα αφήγημα περί κατάλυσης της Δημοκρατίας και εκτροπής μέσα από ακραία διχαστική ρητορική και κινήσεις εντυπωσιασμού όπως αυτή της αποχής από τις ψηφοφορίες στη Βουλή μέχρι τις εκλογές, μετατρέπονται σε μπούμερανγκ και πλήττουν τον ίδιο και το κόμμα του. Η εικόνα στη συζήτηση για το νομοσχέδιο που αφορά στη μέριμνα για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων χαρακτηριστική και ενδεικτική των όσων θα ακολουθήσουν μέχρι τη στιγμή που θα προκηρυχθούν οι εθνικές εκλογές.
Ο Αλέξης Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι θα είναι απών από όλα όσα θα γίνουν και κυρίως από τα μέτρα που η κυβέρνηση θα προωθήσει μέσω νομοσχεδίων προς όφελος των πολιτών. Και θα είναι μια απουσία ηχηρή αφού όπως ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης οι ψηφοφορίες θα είναι ονομαστικές. Έτσι και το νομοσχέδιο που θα ψηφιστεί για τους άνδρες και τις γυναίκες των Ενόπλων Δυνάμεων αυτό που θα καταγραφεί θα είναι η απουσία του συνόλου των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Βουλευτών που σημειωτέον έμαθαν στην κυριολεξία από την τηλεόραση (όταν την προηγούμενη Δευτέρα έδινε συνέντευξη ο πρόεδρός τους) ότι θα απέχουν των ψηφοφοριών.
Η απόφαση του επικεφαλής της Κουμουνδούρου, είναι αδικαιολόγητη. Ίσως και αψυχολόγητη. Η δέ επικοινωνιακή της διαχείριση έχει πάει στην κυριολεξία στον… κουβά, ακόμη και αν χρησιμοποιείται διαρκώς από τον ίδιο προκειμένου να πείσει πως οφείλεται στην στάση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, ή καλύτερα του «καθεστώτος Μητσοτάκη» όπως αρέσκεται να αποκαλεί την νομίμως και με ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά, κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση που έλαβε αυτοδυναμία το 2019, κάτι που ο ίδιος δεν κατάφερε σε καμία από τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 με αποτέλεσμα να συγκυβερνήσει, κατ επιλογήν και τις δύο φορές, με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου.
Στη συζήτηση στη Βουλή αποσαφηνίσθηκε με τον πλέον ηχηρό τρόπο ότι ο ίδιος δεν μπορεί να στηρίξει πουθενά την απόφασή του και τη γενικότερη στάση του. Τα όσα αναφέρει στις ομιλίες του με τον ακραία διχαστικό λόγο δύσκολα στέκουν σε επίπεδο κοινοβουλίου. Πολύ δε περισσότερο όταν υπάρχει αντίλογος και κυρίως όταν οι πολίτες έχουν την ικανότητα και να ακούσουν και να δουν αυτούς που διεκδικούν την ψήφο τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης άλλωστε έθεσε για μια ακομη φορά το πραγματικό διακύβευμα των επομένων εκλογών που είναι «ή μια κυβέρνηση ΝΔ με πρωθυπουργός τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα». Ένα διακύβευμα μετρήσιμο και κυρίως συγκρίσιμο αφού αφορά δύο κόμμα και δύο αρχηγούς που έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί.
Όσα είπε ο Αλέξης Τσίπρας επιβεβαίωσαν πως δεν διαθέτει το παραμικρό στοιχείο που να μπορεί να χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει την απόφασή να μην μετέχει το κόμμα του στις ψηφοφόριες. Καθώς και ότι αποτελεί ένα πρόσχημα με το οποίο όμως θα κληθεί στο τέλος ν αναμετρηθεί και κυρίως να απολογηθεί στους πολίτες, όπως θα πρέπει να κάνει σε πρώτη φάση στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το αφήγημα της εκτροπής δεν στέκει και οι πολίτες δεν τσιμπάνε. Αποτελεί την εύκολη λύση μιας προεκλογικής τακτικής λόγω της αδυναμίας του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσουν ένα πρόγραμμα που θα αφορά στο παρόν και στο μέλλον του τόπου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκη μέσα σε ελάχιστα λεπτά αποδόμησε και την άκρατη παροχολογία που ξετυλίγεται στις ομιλίες του επικεφαλής της Κουμουνδούρου αλλά και το γεγονός πως πίσω από τις υποσχέσεις που παραπέμπουν στο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης του 2013 και του 2014 κρύβονται νέοι φόροι και ένα δρόμος που οδήγησε σε πτώχευση την ίδια την χώρα.
Το «αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;» που ακούστηκε ως απάντηση αναφορικά με το αν έχουν κοστολογηθεί και πόσο τελικά κοστίζουν τα μέτρα που τάζει ο Αλέξης Τσίπρας είναι φράση που δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Θυμίζει δέ όσα έχουν ειπωθεί στο παρελθόν, από τη σεισάχθεια και την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ μέχρι τις αυξήσεις μισθών αφορολόγητου και ότι άλλο μπορούσε να φανταστεί οποιοσδήποτε.
Η ουσία είναι πως ο Τσίπρας πλέον καταγράφεται ως «αδικαιολογήτως απών» από τις εξελίξεις, κυρίως δέ από το νομοθετικό έργο της Βουλής, του θεσμού δηλαδή που αποτελεί και τον πυλώνα της ίδιας της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Επιλέγει να μείνει στο πεζοδρόμιο και να πετά πέτρες, αναγνωρίζοντας ενδεχομένως την επικείμενη εκλογική ήττα και διαμορφώνοντας τις επόμενες κινήσεις, είτε αυτές αφορούν τη διαχείρισή της εσωκομματικά είτε σε μια διαδικασία αμφισβήτησης ακόμη και του αποτελέσματα που οι κάλπες θα βγάλουν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε το θέμα με σαφήνεια πάντως τονίζοντας ότι:
«Ο λαός ψήφισε αντιπροσώπους και όχι απεργούς. Είστε ένα κόμμα που υποτίθεται ότι διεκδικείτε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, έτσι δεν είναι; Και ταυτόχρονα έρχεστε και λέτε “αποχωρούμε από αυτό”. Και αναρωτιέμαι πού ακριβώς οφείλεται αυτή η σπασμωδική κίνηση αμέσως μετά, μάλιστα, την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η Κυβέρνηση από τη Βουλή. Αναρωτιέμαι, αυτό που κάνετε δεν συνιστά, ουσιαστικά,ι κατάθεση της εντολής που σας έδωσαν οι δικοί σας ψηφοφόροι το 2019; Ή μήπως σηματοδοτεί και μία πρόωρη παραδοχή ήττας ενόψει των εκλογών που έρχονται σε λίγους μήνες»
Για να υπογραμμίσει πως:
«Εύχομαι αυτή η συγκεκριμένη ενέργεια να είναι απλά μία απεγνωσμένη κίνηση φυγής, να μην είναι ένα προοίμιο κοινοβουλευτικής εκτροπής. Γιατί αποχώρηση από κάθε κοινοβουλευτική διαδικασία σημαίνει τελικά προσχώρηση στην κάθε πλατεία για να ζωντανέψετε και πάλι τον λαϊκισμό των συνθημάτων έναντι του ορθολογισμού και των επιχειρημάτων. Διότι η Βουλή είναι πρώτα και πάνω από όλα χώρος αντιπαράθεσης πολιτικών επιχειρημάτων»
Και να καταλήξει:
«Και φυσικά αναρωτιέμαι αν το σκέφτεστε, ότι με τέτοιου είδους ακραίες συμπεριφορές τελικά δίνετε τροφή στα πιο ακραία αντισυστημικά στοιχεία. Ξέρετε, αυτές είναι ολέθριες εμπειρίες τις οποίες η χώρα βίωσε, θυμάται και σίγουρα, το 2023, δεν θέλει να ξαναζήσει. Βέβαια, είχα προειδοποιήσει έγκαιρα από αυτό εδώ το βήμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δίσταζε να ρίξει τη χώρα στον βούρκο, σε μία παρατεταμένη προεκλογική ατμόσφαιρα. Φαίνεται, όμως, ότι πράγματι κάποιοι επιμένουν να μην διδάσκονται από τη ζωή, μένοντας αδιόρθωτοι»