Ο καιρός ήταν θαυμάσιος στη Νέα Υόρκη εκείνη την Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2001. Μια υπέροχη ημέρα του αποκαλόκαιρου, που έμελε να γίνει μία από τις πιο μαύρες στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Γύρω στις 8 το πρωί, ενώ πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν προς τα γραφεία τους στη συνοικία της Γουόλ Στριτ, στην οποία δέσποζαν οι δίδυμοι πύργοι του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου (WTC), 19 τζιχαντιστές της Αλ-Κάιντα, οι περισσότεροι Σαουδάραβες, έχουν ήδη περάσει τους ελέγχους ασφαλείας των αεροδρομίων της Βοστώνης, της Ουάσινγκτον (Ντάλες) και του Νιούαρκ. Ήταν οπλισμένοι με μικρά μαχαίρια και κοπίδια, που τότε επιτρέπονταν ακόμη να έχουν οι επιβάτες στην καμπίνα των αεροπλάνων.
Επιβιβάζονται σε τέσσερα αεροπλάνα της γραμμής που αναχωρούν από την Καλιφόρνια, με αποστολή να κάνουν αεροπειρατεία και να πλήξουν την καρδιά της πρώτης παγκόσμιας δύναμης.
Ο Τζόζεφ Ντίτμαρ, 44 ετών, ειδικός στις ασφάλειες με έδρα το Σικάγο, φθάνει στον 105ο όροφο του νότιου πύργου για μια σύσκεψη προγραμματισμένη για τις 08:30. Η σύσκεψη αργεί να αρχίσει και ξαφνικά τα φώτα αρχίζουν να αναβοσβήνουν. Είναι 08:46.
Σ’ αυτή την αίθουσα που δεν έχει παράθυρα, οι 54 ασφαλιστές που βρίσκονται εκεί «δεν είδαν τίποτε, δεν αισθάνθηκαν τίποτε, μόνο τα φώτα που αναβοσβήνουν», αφηγείται αυτός ο επιζήσας στο Γαλλικό Πρακτορείο είκοσι χρόνια μετά.
Ένα Μπόινγκ 767 της American Airlines, το οποίο είχε αναχωρήσει στις 07:59 από τη Βοστώνη για το Λος Άντζελες με 92 επιβαίνοντες, ανάμεσα στους οποίους πέντε αεροπειρατές, έχει συντριβεί πάνω στο βόρειο πύργο, ανάμεσα στον 93ο και τον 99ο όροφο. Ο Ντίτμαρ και οι συνάδελφοί του δεν το κατάλαβαν παρά μόνον αφού κλήθηκαν να εκκενώσουν την αίθουσα και έφθασαν μπροστά στα παράθυρα του 90ου ορόφου.
«Ήταν τα 30-40 χειρότερα δευτερόλεπτα της ζωής μου (…) να βλέπω αυτές τις τεράστιες μαύρες τρύπες μέσα στο κτίριο, κόκκινες φλόγες όμοιες με τις οποίες δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου και σύννεφα γκρίζου και μαύρου καπνού να βγαίνουν από τις τρύπες».
«Βλέπουμε έπιπλα, χαρτιά, ανθρώπους να πέφτουν στο κενό … πράγματα φρικτά, τρομερά. Φοβόμουν τόσο», λέει πνίγοντας τα δάκρυά του.
Δίπλα του πολλοί παρακολουθούν τη σκηνή «σαν υπνωτισμένοι». Αυτός δεν θέλει να μείνει ούτε δευτερόλεπτο περισσότερο και συνεχίζει να κατεβαίνει τα σκαλιά – μια απόφαση που θα του σώσει τη ζωή.
Στη βάση των πύργων, ο σεφ Μάικλ Λομόνακο βγαίνει από το υπόγειο εμπορικό κέντρο του Ουόρλντ Τρέιντ Σέντερ: την τελευταία στιγμή αποφάσισε να περάσει από τον οπτικό για να αλλάξει έναν από τους φακούς των γυαλιών του που έχει γρατζουνιές, πριν ανέβει στον 107ο όροφο του βόρειου πύργου για να πάει στο φημισμένο εστιατόριό του, το Windows on the World.
Το υπόγειο εμπορικό κέντρο αρχίζει να τρέμει από μια ασυνήθιστη δόνηση. Φθάνοντας στο ισόγειο, ο Λομόνακο κοιτάζει ψηλά και με φρίκη βλέπει τον βόρειο πύργο να καίγεται.
«Μπορούσα να δω ανθρώπους να κουνάνε λευκά τραπεζομάντιλα από τα παράθυρα» του εστιατορίου, θυμάται. «Ήταν φρικτό, τρομερό».
Πιστεύει πως πρόκειται για κάποιο ατύχημα, όπως και ο Ντίτμαρ και χιλιάδες άνθρωποι στη Νέα Υόρκη, όπου τα τηλεοπτικά κανάλια έχουν αρχίσει πλέον την απ’ ευθείας μετάδοση. Όπως και ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Ου. Μπους, ο οποίος ενημερώθιηκε σχετικά στη διάρκεια επίσκεψής του σε ένα Δημοτικό σχολείο της Φλόριντα.
– «Η Αμερική δέχεται επίθεση» –
Στο νότιο πύργο, ο Ντίτμαρ και συνάδελφοί του ακούνε από τα μεγάφωνα πως δεν χρειάζεται να φύγουν: το κτίριό τους δεν έχει πληγεί, είναι ασφαλείς, λέει η ανακοίνωση.
Ο Ντίτμαρ αγνοεί τη σύσταση και συνεχίζει την κάθοδό του. Όταν φθάνει στον 78ο όροφο, συνάδελφοί του τον καλούν να πάρει το ασανσέρ που φθάνει στο ισόγειο χωρίς στάση. Εκείνος συνεχίζει.
«Κάπου ανάμεσα στον 74ο και τον 75ο όροφο», το κλιμακοστάσιο «αρχίζει να ταλαντεύεται βίαια. Η σκάλα ξεκολάει από τον τοίχο, τα σκαλιά ταλαντεύονται κάτω από τα πόδια μας σαν τα κύματα στον ωκεανό, αισθανόμαστε ένα τοίχο θερμότητας, μυρίζουμε την κηροζίνη».
Μαζί με δύο συναδέλφους, ο Ντίτμαρ κάνει εικασίες για το τι έχει συμβεί. Χωρίς να φαντάζεται πως ένα άλλο αεροπλάνο, η πτήση 175 της United Airlines στην οποία έχει επίσης γίνει αεροπειρατεία από τζιχαντιστές, έχει πέσει πάνω στο κτιριό τους, το νότιο πυργο, λίγο πιο πάνω απ’ αυτούς, ανάμεσα στον 77ο και τον 85ο όροφο.
Είναι 09:03. Ο Τζορτζ Ου. Μπους, ο οποίος διάβαζε μια ιστορία σε μαθητές στη Φλοριντα, ενημερώνεται από τον προσωπάρχη του. «Η Αμερική δέχεται επίθεση», του λέει στο αυτί.
Ο αμερικανός πρόεδρος διακόπτει την επίσκεψή του. Σε μια σύντομη δήλωση, κάνει λόγο για μια «προφανή τρομοκρατική επίθεση».
Ο Ντίτμαρ και οι συνάδελφοί του συνεχίζουν την κάθοδό τους. Στον 31ο όροφο, διασταυρώνονται με πυροσβέστες και διασώστες που ανεβαίνουν προς τους επάνω ορόφους. «Το βλέμμα τους έλεγε πως ήξεραν ότι δεν θα επιστρέψουν», λέει.
Φθάνοντας στο ισόγειο έπειτα από περίπου 50 λεπτά, το έδαφος είνι γεμάτο λυγισμένο ατσάλι, τσιμέντο και κηλίδες αίματος. «Ξέραμε από τι ήταν», λέει. Οι εικόνες ανθρώπων παγιδευμένων στις φλόγες που πέφτουν στο κενό θα είναι από τις πιο εφιαλτικές εκείνης της ημέρας.
Τα συντρίμμια πέφτουν από παντού, οι διασώστες κατευθύνουν τον Ντίτμαρ και τον συνάδελφό του προς το εμπορικό κέντρο κάτω από το World Trade Center.
Φθάνοντας στην άλλη άκρη, βγαίνουν στο δρόμο και περπατούν μερικά λεπτά πριν ακουσουν πίσω τους τον εκκωφαντικό θόρυβο από το νότιο πύργο, από τον οποίο μόλις έχουν βγει. Και σχεδόν ακαριαία «την κραυγή» χιλιάδων Νεοϋορκέζων.
Είναι 09:59 και ο Αλ Κιμ, 37 ετών, τραυματιοφορέας με έδρα το Μπρούκλιν, φθάνει στο World Trade Center για να βοηθήσει στη μεταφορά τραυματιών προς το ξενοδοχείο Marriott, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στους πύργους.
Μόλις που ξεφεύγει το θανατο. «Δεν μπορούσα να αναπνεύσω από τον καπνό που υπήρχε στον αέρα. Θυμάμαι πως χρησιμοποίησα το πουκάμισό μου για να καλύψω το στόμα μου. Δεν μπορούσα να δω ούτε τα χέρια μου μπροστά στα μάτια μου», αφηγείται στο Γαλλικό Πρακτορείο επισκεπτόμενος φέτος το καλοκαίρι, για πρώτη φορά, το Μνημείο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, μερικά βήματα από το μέρος όπου παρά λίγο να πεθάνει.
Το κύμα θερμότητας που προκλήθηκε από την κατάρρευση του πύργου τού καίει τα ρουθούνια , τα φρύδια. Ολόκληρο το σώμα του καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα στάχτης.
Είναι εντελώς σκοτεινά, όμως ακούει τις φωνές δύο συναδέλφων: τους βρίσκει και κρατιούνται από το χέρι, «σαν μαθητές». Και αρχίζουν να περπατούν ανάμεσα στα συντρίμμια, τις φλόγες, τις εκκλήσεις για βοήθεια και τους ατομικούς συναγερμούς πυροσβεστών που είχαν παγιδευτεί στα χαλάσματα. Οι συναγερμοί αυτοί αρχίζουν να λειτουργούν όταν οι πυροσβέστες μένουν ακίνητοι για πολλή ώρα.
– «Το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο» –
Το δράμα δεν εκτυλίσσεται μόνο στη Νέα Υόρκη.
Στις 09:25, η αμερικανική υπηρεσία αερομεταφορών, η FAA, είχε διατάξει το κλείσιμο του αμερικανικού εναέριου χώρου και απαγορεύσει κάθε απογείωση, για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτικής αεροπορίας.
Η διαταγή ήρθε πολύ αργά για την πτήση 77 της American Airlines που είχε αναχωρήσει από την Ουάσινγκτον για το Λος Άντζελες: στα χέρια πέντε αεροπειρατών, έχει ήδη κάνει στροφή 180 μοιρών και κατευθύνεται προς την Ουάσινγκτον.
Στο Πεντάγωνο, την έδρα του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας κοντά στην Ουάσινγκτον, η Κάρεν Μπέικερ, 33 ετών, είναι πεπεισμένη πως βρίσκεται «στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου».
Καθώς αυτή η ειδική στην επικοινωνία επιστρέφει στο γραφείο της με καφέ και κρουασάν, η βεβαιότητα αυτή διαλύεται.
«Ακούστηκε ένα μεγάλο ‘μπουμ’ και μετά αισθανθήκαμε μια δόνηση», θυμάται. «Εκείνη τηγ στιγμή νομίσαμε πως ήταν μια βόμβα».
Είναι 09:37 και η πτήση 77, με 53 επιβάτες και εξαμελές πληρωμα, πέφτει πάνω στη δυτική πρόσοψη του Πενταγώνου.
– «Μάχη στον αέρα» –
Η εντολή της FAA ήρθε αργά και για την πτήση 93 της United Airlines, η οποία είχε αναχωρήσει από το αεροδρόμιο Νιούαρκ στο Νιού Τζέρσεϊ με προορισμό το Σαν Φρανσίσκο και βρισκόταν ήδη πάνω από το Οχάιο. Τέσσερις αεροπειρατές που βρίσκονται στην πρώτη θέση εισβάλουν στο πιλοτήριο για να κατευθύνουν το αεροπλάνο προς την Ουάσινγκτον.
Στο μεταξύ επτά μέλη του πληρώματος και 33 επιβάτες αναγκάζονται να ανασυνταχθούν στο πίσω μέρος του αεροσκάφους. Πολλοί παίρνουν τηλέφωνο συγγενείς τους και μαθαίνουν ότι δύο άλλα αεροπλάνα έχουν πέσει πάνω στο WTC.
Μια ομάδα επιβατών αποφασίζει να εισβάλει στο πιλοτήριο, αλλά περιμένει μέχρι το αεροπλάνο να φτάσει πάνω από μια αγροτική περιοχή για να το πράξει. Ο Τοντ Μπίμερ, που μιλά στο τηλέφωνο με μια υπάλληλο του πύργου ελέγχου, δίνει το σύνθημα: «Είστε έτοιμοι; Εντάξει, πάμε!».
Η μάχη με τους αεροπειρατές διαρκεί έξι λεπτά: την ώρα που οι επιβάτες προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο του αεροσκάφους, οι αεροπειρατές αποπειρώνται να κόψουν την παροχή οξυγόνου και ρίχνουν το αεροσκάφος σε χαμηλότερο ύψος για να τους αποσταθεροποιήσουν.
Την ώρα που το αεροσκάφος πετούσε σε χαμηλό υψόμετρο ένας από τους επιβάτες, ο Έντουαρντ Φελτ, κατάφερε να πάρει τηλέφωνο τον αριθμό έκτακτης ανάγκης 9-1-1 από την τουαλέτα.
Η κλήση αυτή ήταν μια από τις τελευταίες μέσα από το αεροπλάνο. Οι αεροπειρατές αφού κατάλαβαν ότι δεν θα φτάσουν στην Ουάσινγκτον αποφασίζουν να ρίξουν το αεροσκάφος στο έδαφος.
Το Boeing 757, το οποίο είχε ακόμη καύσιμα, πέφτει στο έδαφος με ταχύτητα περίπου 900 χιλιομέτρων την ώρα και εκρήγνυται σε μια μπάλα φωτιάς στο δυτικό τμήμα της Πενσιλβάνια, 250 χιλιόμετρα από την Ουάσινγκτον. Η ώρα είναι 10:03.
Μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά στο βόρειο τμήμα της πολιτείας της Νέας Υόρκης ο Γκόρντον Φελτ, αδελφός του Έντουαρτ, ασχολείται με την κατασκήνωση στην οποία φιλοξενούσε όλο το καλοκαίρι αυτιστικά παιδιά.
Ένας υπάλληλός του τον ενημερώνει για την τραγωδία στο WTC. Όπως εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο σπεύδει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στην τηλεόραση, χωρίς να γνωρίζει ότι στις εξελίξεις εμπλέκεται ο αδελφός του.
Όταν αργότερα η νύφη του τον παίρνει τηλέφωνο για να του πει ότι ο Έντουαρντ βρίσκεται στην πτήση 93 και ότι δεν έχει νέα του, προσπαθεί να πάρει τον αδελφό του στο κινητό του: «Εντ, όταν προσγειωθείς, πάρε μας τηλέφωνο, ανησυχούμε».
– «Να φύγουν από το Μανχάταν» –
Στη Γουόλ Στριτ στις 10:28, αφού καιγόταν επί 102 λεπτά, ο βόρειος πύργος του WTC καταρρέει.
Μέσα στα ουρλιαχτά από τις σειρήνες, άνθρωποι τρέχουν για να γλιτώσουν από το τεράστιο κύμα ερειπίων και καπνού που καλύπτει τη συνοικία. Ο δήμαρχος Ρούντι Τζουλιάνι ζητεί από τους κατοίκους «να παραμείνουν ήρεμοι και, αν είναι δυνατόν, να φύγουν από την κάτω πλευρά του Μανχάταν».
Δεκάδες πλοία – φέρι μπόουτ, αλιευτικά, γιότ—κινητοποιούνται για να απομακρύνουν έως και 500.000 ανθρώπους. Χιλιάδες άλλοι περπάτησαν, μερικοί επί ώρες, φεύγοντας προς τη Γέφυρα του Μπρούκλιν στα ανατολικά ή προς το βόρειο Μανχάταν.
Διασώστες που έχουν σπεύσει στην περιοχή αναζητούν επιζώντες στα ερείπια των Πύργων που καπνίζουν.
Λίγο πριν από την κατάρρευση του βόρειου πύργου ο Αλ Κιμ και άλλοι διασώστες είχαν καταφέρει να απεγκλωβίσουν τον πυροσβέστη Κέβιν Σι. Είναι ο μοναδικός επιζώντας από τους 12 πυροσβέστες της ομάδας του.
Περίπου στις 12:30, 14 άνθρωποι εντοπίστηκαν σώοι και ασφαλείς, έχοντας γλιτώσει από τον βόρειο Πύργο χάρη σε ένα κλιμακοστάσιο που από θαύμα έμεινε άθικτο.
Ο σεφ Λομόνακο προσπαθεί να κάνει έναν κατάλογο με τους εργαζόμενους στο εστιατόριό του που ήταν παρόντες την ώρα της καταστροφής. Τελικά ήταν 72 σε σύνολο 450. Κανείς τους δεν επέζησε.
Στο αεροσκάφος Air Force One ο Τζορτζ Μπους που κατευθύνεται στην Ουάσινγκτον αναγκάζεται να αλλάξει προορισμό. Η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα δεν θεωρείται ασφαλής. Το προεδρικό αεροσκάφος τελικά προσγειώνεται σε αεροπορική βάση στη Λουιζιάνα.
– «Σημείο Μηδέν» –
Σωστικά συνεργεία και δημοσιογράφοι αρχίζουν να μιλούν για “Σημείο Μηδέν” αναφερόμενοι στα συντρίμμια των δίδυμων πύργων. Κανείς δεν τολμάει ακόμη να αναφέρει απολογισμό, μολονότι φαίνεται ήδη ότι πρόκειται για την μεγαλύτερη συντονισμένη τρομοκρατική επίθεση στην Ιστορία.
Ο Έντουαρντ Φελτ δέχεται κι άλλη κλήση από την νύφη του: δεν υπάρχει κανένας επιζών από την πτήση 93. Ανακοινώνει την είδηση στην μητέρα του.
Ο Τζόζεφ Ντίτμαρ αφότου πέρασε κάποιες ώρες στο διαμέρισμα μιας φίλης στο οποίο κατέφυγε, κοντά στην Γουόλ Στριτ, καθηλωμένος στην τηλεόραση, δεν βλέπει την ώρα μόνον για ένα πράγμα: να φύγει από τη Νέα Υόρκη.
Αργά το απόγευμα, μπαίνει σε έναν κατάμεστο συρμό του μετρό — η κυκλοφορία τους ξανάρχισε έπειτα από μιάμιση ώρα πλήρους διακοπής– και μετά σε ένα τρένο για την Φιλαδέλφεια.
Στο τρένο υπάρχει “απόλυτη σιωπή”. Όλος ο κόσμος βρίσκεται σε κατάσταση σοκ.
Όταν ο Ντίτμαρ φτάνει στο σπίτι των γονιών του γύρω στις 19:00 τοπική ώρα, η μητέρα του τον σφίγγει στην αγκαλιά της: “μωρό μου, μωρό μου”, λέει συνέχεια στον γιο της, ο οποίος είναι ήδη παππούς.
Αυτός καταρρέει από την κούραση και χάνει την ομιλία του Τζορτζ Ου. Μπους στις 20:30: ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοινώνει έναν απολογισμό ακόμη αβέβαιο για “χιλιάδες νεκρούς” –αυτοί θα είναι 2.753 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, 184 στο Πεντάγωνο και 40 στο Σάνκσβιλ. Προειδοποιεί επίσης ότι στο κηνύγι των ενόχων, οι ΗΠΑ δεν θα κάνουν “καμία διάκριση” ανάμεσα “στους τρομοκράτες και σε αυτούς που τους προσέφεραν καταφύγιο”.
“Κανένας από μας δεν θα ξεχάσει αυτήν την ημέρα, αλλά θα προχωρήσουμε και θα υπερασπιστούμε την ελευθερία και όλα αυτά που είναι καλά και δίκαια στον κόσμο μας”, καταλήγει.
Μόλις επιστρέφει στο σπίτι της η Κάρεν Μπέικερ συνειδητοποιεί το τεράστιο μέγεθος της καταστροφής την ώρα που αγκαλιάζει τον σύζυγό της και τα δυο τους αγοράκια.
“Η ένταση τα οδήγησε στα άκρα και έκλαιγαν με αναφιλητά (…) Έσπασαν, ήταν πραγματικά πολύ σκληρό να το βλέπεις”.
Τον Αλ Κιμ το σπίτι του, στο Μπρούκλιν, τον βλέπει μόνον γύρω στα μεσάνυχτα. Κάνει ντους, ξαπλώνει μερικές ώρες, για να ξαναφύγει νωρίς.
“Υπήρχαν πολλά που έπρεπε να γίνουν, κηδείες στις οποίες έπρεπε να παρευρεθείς (…) Δεν υπήρχε χρόνος για να σταματήσεις και να σκεφτείς”.